Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ναυπηγός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ναυπηγός ο [nafpiγós] Ο17 : επιστήμονας ή τεχνικός ειδικός στη σχεδίαση και στην κατασκευή πλοίου: Σχολή ναυπηγών.

[λόγ. < αρχ. ναυπηγός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες