Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ναυλώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ναυλώνω [navlóno] -ομαι Ρ1 : α.αποκτώ το δικαίωμα να χρησιμοποιήσω σκάφος ή αεροσκάφος ξένης ιδιοκτησίας· μισθώνω: H εταιρεία ναύλωσε δύο πλοία για να μεταφέρει τα προϊόντα της. Ελληνικά σκάφη ναυλώθη καν σε διεθνή εταιρεία πετρελαίου. || (επέκτ.): ~ ταξί. β. (προφ.) εκναυλώνω: Nαύλωσε το πλοίο του σε ένα τουριστικό γραφείο.

[λόγ. < ελνστ. ναυλ(ῶ) -ώνω]

[Λεξικό Κριαρά]
ναυλώνω· αναυλώνω.
  • Μισθώνω πλοίο, ναυλώνω:
    • εγύρευε πλεύσιμον να ναυλώσει (Δωρ. Μον. ΧΧΙΙΙ).

[μτγν. ναυλόω. Ο τ. και σήμ. κυπρ. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες