Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ναυαρχείο το [navarxío] Ο39 : 1.η ανώτατη αρχή του πολεμικού ναυτικού: Tα ανακοινωθέντα του ναυαρχείου. 2. το οίκημα όπου στεγάζεται η ανώτατη αρχή του πολεμικού ναυτικού.
[λόγ. ναύαρχ(ος) -είον μτφρδ. γαλλ. amirauté]