Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ναυαγώ [navaγó] Ρ10.9α μππ. ναυαγισμένος : 1.για πλοίο που βυθίζεται ή προσαράζει και συντρίβεται, που παθαίνει ναυάγιο: Πετρελαιοφόρο ναυάγησε στον Ειρηνικό. Tο πλήρωμα εγκατέλειψε έγκαιρα το ναυαγισμένο πλοίο. || (επέκτ.) για άνθρωπο που ταξιδεύει με πλοίο που ναυαγεί: Έχω ναυαγήσει τρεις φορές. 2. (μτφ.) για κτ. που καταλήγει σε πλήρη αποτυχία: Nαυάγησαν οι συνομιλίες / οι διαπραγματεύσεις. Nαυαγούν τα όνειρά μου / οι ελπίδες μου. Nαυάγησε η επιχείρησή του, έπεσε έξω. || (για πρόσ.): Nαυάγησε οικονομικά / στη ζωή του.
[λόγ. < αρχ. ναυαγῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- ναυαγώ.
-
- Παθαίνω ναυάγιο, καταποντίζομαι:
- (Απολλών. 317).
[αρχ. ναυαγέω. Η λ. και σήμ.]
- Παθαίνω ναυάγιο, καταποντίζομαι: