Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ναυάγιο το [navájio] Ο40 : 1α.βύθιση ή προσάραξη και συντριβή ενός πλοίου: H θαλασσοταραχή είναι η αιτία πολλών ναυαγίων. Tο ~ του «Tιτανικού» είχε πολλά θύματα. β. συντρίμμια από πλοίο που ναυάγησε ή ολόκληρο το ναυαγισμένο πλοίο: Aνέλκυση ναυαγίου από το βυθό της θάλασσας. 2. (μτφ.) α. οριστική και πλήρης αποτυχία μιας προσπάθειας: Οι συνομιλίες οδηγούνται / κατέληξαν σε ~. Tο ~ των διαπραγματεύσεων. β. για άνθρωπο που απέτυχε εντελώς στη ζωή του: Tα ναυάγια της ζωής, οι απόκληροι της κοινωνίας. Aνθρώπινα ναυάγια. Kατάντησε ένα ~.
[λόγ. < ελνστ. ναυάγιον, αρχ. σημ.: `κομμάτι από ναυαγισμένο πλοίο΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- ναυάγιον το.
-
- α) Καταποντισμός πλοίου:
- (Βακτ. αρχιερ. 171)·
- β) (μεταφ.) ηθική καταστροφή, διαφθορά:
- (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 2128).
[αρχ. ουσ. ναυάγιον. Η λ. και σήμ. (‑ο)]
- α) Καταποντισμός πλοίου: