Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- νατούρα η.
-
- Φύση:
- Οπού κατά την νατούραν θελήσει να ζήσει δεν να ένι ποττέ πτωχός (Ξόμπλιν φ. 126v.)>
[<ιταλ. natura]
- Φύση:
[Λεξικό Κριαρά]
- νατουράλες, επίθ.· άκλ. νατουράλε· νετουράλε.
-
- Εξώγαμος, νόθος:
- τση θυγατέρας μου τση νατουράλες (Διαθ. 17. αι. 3191).
- Το αρσ. ως ουσ. = νόθος γιος:
- (αυτ. 479).
[<ιταλ. naturale]
- Εξώγαμος, νόθος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νατουραλισμός ο [naturalizmós] Ο17 : τάση στη λογοτεχνία και στην τέχνη, που παρουσιάστηκε στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα και που επιδίωκε την πιστή απεικόνιση της πραγματικότητας, τονίζοντας ιδιαίτερα τις λεπτομέρειες, χωρίς να προχωρεί σε κριτική αντιμετώπιση των καταστάσεων· (πρβ. ρεαλισμός).
[λόγ. < γαλλ. naturalisme ( [u] κατά το λατ. έτυμο natura `φύση΄) (-isme = -ισμός)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νατουραλιστής ο [naturalistís] Ο7 θηλ. νατουραλίστρια [naturalístria] Ο27 : αυτός που ακολουθεί την τεχνοτροπία του νατουραλισμού, οπαδός του νατουραλισμού, στο χώρο της λογοτεχνίας ή της τέχνης. || (ως επίθ.): Nατουραλιστές ζωγράφοι.
[λόγ. < γαλλ. naturaliste < natural(isme) = νατουραλ(ισμός) -iste = -ιστής· λόγ. νατουραλισ(τής) -τρια]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νατουραλιστικός -ή -ό [naturalistikós] Ε1 : που έχει σχέση με το νατουραλισμό, που βασίζεται στη θεωρία του νατουραλισμού: Nατουραλιστική σχολή / τέχνη. Nατουραλιστικό θέατρο.
νατουραλιστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. νατουραλιστ(ής) -ικός]