Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νατουραλιστικός -ή -ό [naturalistikós] Ε1 : που έχει σχέση με το νατουραλισμό, που βασίζεται στη θεωρία του νατουραλισμού: Nατουραλιστική σχολή / τέχνη. Nατουραλιστικό θέατρο.
νατουραλιστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. νατουραλιστ(ής) -ικός]