Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ναρκοπέδιο το [narkopéδio] Ο40 : περιοχή στην ξηρά ή στη θάλασσα, όπου έχουν τοποθετηθεί νάρκες σε μία ή σε περισσότερες σειρές.
[λόγ. νάρκ(η) 2 -ο- + πεδίον μτφρδ. αγγλ.(;) minefield]