Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ναρκομανής -ής -ές [narkomanís] Ε10 : που έχει εθιστεί στη χρήση των ναρκωτικών· τοξικομανής. || (συνήθ. ως ουσ.) ο ναρκομανής, θηλ. ναρκομανής.
[λόγ. ναρκο(μανία) -μανής < γαλλ. narcomanie < narco- < αρχ. νάρκ(η) -ο- + -manie = -μανία]