Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ναρκοληψία η [narkolipsía] Ο25 : (ιατρ.) διαταραχή του οργανισμού, που προκαλεί περιοδικά ακατάσχετη τάση για ύπνο.
[λόγ. < γαλλ. narcolepsie < narco- < αρχ. νάρκ(η) -ο- + -lepsie = -ληψία]