Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ναπολιτάνικος, επίθ.· αναπολιτάνικος.
-
- Που ανήκει στη Νάπολη:
- κάτεργον … αναπολιτάνικον (Μαχ. 1709).
[<εθν. Ναπολιτάνος + κατάλ. ‑ικός. Η λ. και σήμ.]
- Που ανήκει στη Νάπολη:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ναπολιτάνικος -η -ο [napolitánikos] Ε5 : που έχει σχέση με τη Nεάπολη της Iταλίας: Nαπολιτάνικα τραγούδια. Nαπολιτάνικες καντσονέτες.
[Ναπολιτάν(ος) -ικος < παλ. ιταλ. Napolitano -ς < λατ. Neapolitanus < αρχ. Νεαπολίτης < Νεάπολις]