Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ναπολεόντειος -α -ο [napoleóndios] Ε6 : που έχει σχέση με το Mέγα Nαπολέοντα ή με την περίοδο της κυριαρχίας του ή που έχει γίνει από αυτόν: Nαπολεόντεια εκστρατεία. Οι ναπολεόντειοι πόλεμοι.
[λόγ. Ναπολεοντ- (Ναπολέων > Ναπολέοντας) -ειος μτφρδ. γαλλ. napoléonien]