Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νανούρισμα το [nanúrizma] Ο49 : 1.η ενέργεια του νανουρίζω: Tο μωρό θέλει ~ για να κοιμηθεί. 2α. είδος δημοτικού τραγουδιού. β. είδος ήρεμης και λικνιστικής μουσικής σύνθεσης: Παίζω ένα ~ στο πιάνο.
[νανου ρισ- (νανουρίζω) -μα]