Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νανουριστικός -ή -ό [nanuristikós] Ε1 : που βοηθάει στο νανούρισμα, στο ήρεμο αποκοίμισμα: Nανουριστικό τραγούδι / κούνημα. || για μονότονο ήχο.
νανουριστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. νανουρισ- (νανουρίζω) -τικός]