Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νανουρίζω [nanurízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.σιγοτραγουδώ ένα τραγούδι μελωδικό και ήρεμο για να κοιμίσω ένα παιδί, συνήθ. κουνώντας το ρυθμικά. 2. (για ήχο που επαναλαμβάνεται ρυθμικά ή για λικνιστικό κούνημα) κάνω κπ. να αποκοιμηθεί: Ο θόρυβος του ρυακιού / το τρένο με νανουρίζει. Mουσική που νανουρίζει.
[< ναναρίζω ( [a > u] από επίδρ. του [r] )]