Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ναζίρης
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ναζίρης ο.
  • Στο Οθωμανικό κράτος = επόπτης, επιθεωρητής, κυβερνητικός επίτροπος ενός δημόσιου ιδρύματος:
    • (Συναδ. φ. 61v).

[<τουρκ. nazιr. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Χατζ., Κουκκίδης)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες