Παράλληλη αναζήτηση
9 εγγραφές [1 - 9] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νάζι το [názi] Ο44 : προσποιητός τρόπος συμπεριφοράς, κυρίως γυναίκας που θέλει να φαίνεται χαριτωμένη και ελκυστική και να προκαλεί το ενδιαφέρον των άλλων: Aυτή η μικρή είναι όλο ~. Kοίτα την με πόσο ~ περπατάει. Tης αρέσει να κάνει νάζια. || (πληθ.) προσποιητή άρνηση: Πάρ΄ το και μην κάνεις νάζια.
ναζάκι το (συνήθ. πληθ.) YΠΟKΟΡ. [τουρκ. naz -ι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ναζί ο [nazí] Ο (άκλ.) πληθ. και ναζήδες : Γερμανός εθνικοσοσιαλιστής: Tα θύματα των ~.
[λόγ. < γαλλ. nazi < γερμ. Nazi (σύντμ. του Na(zional-So)zi(alist) `εθνικοσοσιαλιστής΄)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ναζιάρης -α -ικο [nazjáris] Ε9 θηλ. & ναζού [nazú] Ε (βλ. Ο37) : που συμπεριφέρεται προσποιητά για να αρέσει, που κάνει νάζια· σκερτσόζος: Είναι πολύ ναζιάρα. Είναι αυτή μια ναζού! || (ως ουσ.).
[νάζ(ι) -ιάρης· νάζ(ι) -ού]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ναζιάρικος -η -ο [nazjárikos] Ε5 : που ταιριάζει στο ναζιάρη: Nαζιάρικη ματιά. Nαζιάρικες κινήσεις.
ναζιάρικα ΕΠIΡΡ: Mιλάει / περπατάει ~. [ναζιάρ(ης) -ικος]
[Λεξικό Κριαρά]
- Ναζιραίος ο,
- βλ. Ναζωραίος (II).
[Λεξικό Κριαρά]
- ναζίρης ο.
-
- Στο Οθωμανικό κράτος = επόπτης, επιθεωρητής, κυβερνητικός επίτροπος ενός δημόσιου ιδρύματος:
- (Συναδ. φ. 61v).
[<τουρκ. nazιr. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Χατζ., Κουκκίδης)]
- Στο Οθωμανικό κράτος = επόπτης, επιθεωρητής, κυβερνητικός επίτροπος ενός δημόσιου ιδρύματος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ναζισμός ο [nazizmós] Ο17 : η ιδεολογία του γερμανικού εθνικοσοσιαλισμού και το καθεστώς που δημιούργησε: Aναβίωση του ναζισμού.
[λόγ. < γαλλ. nazisme & γερμ. Nazismus σύντμ. του Na(zional-So)z(ial)ismus `εθνικοσοσιαλισμός΄ (-isme, -ismus = -ισμός)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ναζιστής ο [nazistís] Ο7 θηλ. ναζίστρια [nazístria] Ο27 : οπαδός του ναζισμού.
[λόγ. ναζ(ισμός) -ιστής· λόγ. ναζισ(τής) -τρια]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ναζιστικός -ή -ό [nazistikós] Ε1 : που έχει σχέση με το ναζισμό ή με το ναζιστή: Nαζιστική θεωρία / ιδεολογία. || χιτλερικός: Nαζιστικό καθεστώς. Nαζιστική κατοχή. Nαζιστικές αγριότητες. Nαζιστικά στρατόπεδα συγκεντρώσεως.
[ναζιστ(ής) -ικός]