Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ναβάλα η.
-
- 1) Στρατιωτική επίθεση, έφοδος:
- (Ιστ. Βλαχ. 187).
- 2) Αιφνιδιαστική ενέργεια, στάση:
- μικροί, μεγάλοι … εκάμασι ναβάλαν κι επήραν τον κυρ Γαβριήλ …, αφέντην τον εσήκωσαν (αυτ. 788).
[<ρουμ. năvală]
- 1) Στρατιωτική επίθεση, έφοδος: