Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ναΐφ [naíf] Ε (άκλ.) : 1.για λαϊκό κυρίως καλλιτέχνη χωρίς ειδικές γνώσεις, που τον χαρακτηρίζει η απλοϊκότητα, η απλότητα και ο αυθόρμητος τρόπος έκφρασης· (πρβ. πριμιτίφ). 2. για άνθρωπο ανεπιτήδευτο και συχνά αφελή και απλοϊκό.
[λόγ. < γαλλ. naif]