Παράλληλη αναζήτηση
201 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- να (I), σύνδ.· ναν.
-
- I. Σε κύριες προτάσεις
- Ά
- 1) Με οριστ. ιστ. χρόνου εκφράζει
- α) επιθυμία ή ευχή απραγματοποίητη (οριστ. ευχετική):
- Να βρέθηκα μιτά της (Κυπρ. ερωτ. 10631)·
- Να μη είχα εγεννήθην (Βέλθ. 427)·
- β) κ. δυνατό ή ενδεχόμενο:
- (Αχιλλ. L 511)·
- η μέση του να έλεγες ωραίον δακτυλιδίτσιν (Ιμπ. 80).
- α) επιθυμία ή ευχή απραγματοποίητη (οριστ. ευχετική):
- 2) Σε ευθείες ερωτ. προτάσεις συνοδεύει οριστ. ιστ. χρόνου προκ. να εκφραστεί η αμφιβολία εκείνου που ρωτά για το αν θα πάρει απάντηση:
- είντα να θέλαν ποίσειν …; (Μαχ. 3604)·
- ποιον να είχε πιάσει και ο αγάς; (Λίμπον. 423).
- 1) Με οριστ. ιστ. χρόνου εκφράζει
- Β́
- 1) Με υποτ. εκφράζει
- α) απλή βούληση, στο ά πρόσ. εν. ή πληθ. (υποτ. βουλητική):
- (Μαχ. 823)·
- όμως να έλθωμεν εις το προκείμενον (Ιστ. πατρ. 1893)·
- (με προηγ. την προσωπ. αντων. ως εμφατικό υποκ. για να εκφραστεί έντονη θέληση):
- (Σαχλ. B́ PM 477)·
- εγώ να 'μαι για λόγου του κι εκείνος ογιά μένα (Ερωτόκρ. Γ́ 1138)·
- β) προτροπή, παραχώρηση, προσταγή, στο β́ και γ́ πρόσ. εν. ή πληθ.:
- στρατιώτες μου, να 'ρθείτε (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Β́ 51· Ασσίζ. 14315)·
- όποιος νικητής βγει …, να 'χει τα δώρα τ’ ακριβά (Ερωτόκρ. Β́ 126)·
- γ) απειλή, στο β́ πρόσ.:
- ρηγόπουλε … να γνωρίσεις σήμερο ο Αντρόμαχος ποιος έναι (Ερωτόκρ. Β́ 1596)·
- δ) ευχή (υποτ. ευχετική):
- μαγάρι εδά να συβαστεί (Ερωτόκρ. Έ 227)·
- Καλά να 'ν’ τ’ άστρη … στο διάφορός σου (Κυπρ. ερωτ. 10445)·
- (παρενθετικά) φρ.
- (1) να ζεις, να ζήσεις, κ.ά., βλ. ζω (I) Ά1φρ. β·
- (2) να ζιω, να ζούμε, κ.ά., βλ. αυτ. φρ. γ·
- ε) έκπληξη:
- ο μέγας μάστρος, ο φίλος μου, να κρατεί τούτον το κακόν; (Μαχ. 145)·
- στ) σε συνεκφ. με το μόνο (να), αξίωση ή παράκληση που είναι ταυτόχρονα όρος, προϋπόθεση:
- (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Δ́ 19)·
- νικούμε τον τον Δάρειον, μόν’ να 'ν’ καλή η καρδιά μας (Αλεξ. 710).
- α) απλή βούληση, στο ά πρόσ. εν. ή πληθ. (υποτ. βουλητική):
- 2) Συνοδεύει υποτ. σε διηγήσεις ή περιγραφές περασμένων γεγονότων αντί οριστ. παρατ. (υποτ. διηγηματική):
- να βγαίνουν από δυο μερές … να πιάνουν τους Αγαρηνούς (Τζάνε, Κρ. πόλ. 5321).
- 3) Σε ευθείες ερωτ. προτάσεις εκφράζει
- α) απορία (υποτ. απορημ.):
- άνθρωπον κενόδοξον τις να τον αγαπήσει; (Σπαν. Α 239)·
- β) αγανάκτηση ή δυσφορία:
- γιατί ν’ αφήσεις τόσο κακό τ’ αμμάτια μου να δούσινε; (Ερωφ. Έ 413).
- α) απορία (υποτ. απορημ.):
- 4) Συνοδεύει υποτ. προκ. να εκφραστεί αμφιβολία ή κ. το ενδεχόμενο αντί θα και οριστ.:
- ο βασιλεύς φιλάνθρωπος και να σε συμπαθήσει (Γλυκά, Στ. 523· 314).
- 1) Με υποτ. εκφράζει
- Ά
- II. Σε δευτερεύουσες ονοματικές προτάσεις
- Ά Ειδικές
- 1)
- α) Εισάγει ειδική πρόταση που εκφέρεται με οριστ. (μετά τα ρ. κρίνω, νομίζω, κ.τ.ό.) (υποδηλώνει κ. το αμφίβολο):
- κρίνω να 'φυγε αποδώ (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Β́ 146)·
- Χρόνους εκαρτερήσαμεν, νομίζω να ήσαν δύο (Λίβ. N 2550)·
- β) συνοδεύει πλεοναστικά τους ειδικούς συνδ. ότι, πως σε προτάσεις που εκφέρονται με οριστ.:
- ως χιλιάδες είκοσι παντέχω ότι να ήτον (ενν. το φουσσάτο) (Χρον. Τόκκων 435· Χριστ. διδασκ. 150).
- α) Εισάγει ειδική πρόταση που εκφέρεται με οριστ. (μετά τα ρ. κρίνω, νομίζω, κ.τ.ό.) (υποδηλώνει κ. το αμφίβολο):
- 2)
- α1) Με υποτ.:
- μεν νοιαστείς ποτέ μου να σκαλέψω την έννοιαν μου αχ το 'δείν των αμματιώσ σου (Κυπρ. ερωτ. 635)·
- α2) με επόμ. το θα για να εκφραστεί η έντονη επιθυμία του υποκ. γι’ αυτό που δηλώνει η πρόταση:
- η Ήρα … γροικά το μήλο το χρουσό να θα κλερονομήσει (Φορτουν. Ιντ. β́ 45· Ιντ. γ́ 89)·
- α1) Με υποτ.:
- 1)
- Ά Ειδικές
- β) συνοδεύει τους ειδικούς συνδ. ότι, πως σε προτάσεις που εκφέρονται με υποτ. εκφράζοντας κ. το αμφίβολο ή ενδεχόμενο:
- (Πεντ. Γέν. XV 8)·
- ελόγιασεν η λυγερή πως ν’ αγαπά άλλη κόρη το ταίρι τση (Ερωτόκρ. Β́ 655).
- Β́ Βουλητικές
- 1) Εισάγει βουλητική πρόταση που εκφέρεται με υποτ. (άρν. μη)
- α) μετά ρ. κυρίως βουλητικά και δυνητικά
- α1) ως αντικ. του ρ. της κύριας:
- φίλος μου … θέλω να 'σαι (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Δ́ 110)·
- πώς η Τύχη ενάντιον σας να κλώσει εσυγκατέβη; (Απόκοπ. 390· Ιμπ. 461)·
- α2) ως υποκ. απρόσ. ρ. ή έκφρ.:
- (Ασσίζ. 2307)·
- είναι ντροπή σου … τα ψόματα να λέγεις (Ερωτόκρ. Β́ 883)·
- α3) ως προσδ., διασάφηση όρου της κύριας πρότασης:
- Περίσσια είχα πεθυμιά … να σασε δούσιν … τ’ αμμάτια τα δικά μου (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Ά 128· Ερωφ. Β́ 99)·
- α1) ως αντικ. του ρ. της κύριας:
- β) μετά το ρ. κάμνω και τροπ. επίρρ.:
- κακά 'καμα να σμίξω μετά κείνο (Ερωφ. Β́ 106· Κυπρ. ερωτ. 452)·
- γ) μετά τις προθ. άνευ, δίχως:
- να τον κρατεί εις την φυλακήν …, άνευ να του κακοποιήσει (Ασσίζ. 31531· Ερωφ. Χορ. δ́ 716).
- α) μετά ρ. κυρίως βουλητικά και δυνητικά
- 2) Συνοδεύεται πλεοναστικά
- α) από τους συνδ. ότι, πως, ότι πως, όπως και την πρόθ. διά:
- ελπίζω … ότι να ευτυχήσεις (Χρον. Μορ. H 1389)·
- τάσσω σου … πως … στον Άδη να σε πέψω (Ερωφ. Έ 635· Βακτ. αρχιερ. 136), (Χρον. Τόκκων 84)·
- ουκ εδυνήθησαν διά να τον απαντήσουν (Ιμπ. 352)·
- β) από κάπ. πτώση του ουδ. άρθρου:
- ηγάπα και το να με είχε … εις την δουλοσύνην του (Σφρ., Χρον. 347)·
- ήθελα του να τονε ρωτήσω (Λίβ. (Lamb.) N 54).
- α) από τους συνδ. ότι, πως, ότι πως, όπως και την πρόθ. διά:
- 3) Σε συνεκφ. με το θε
- α) θε να = θα, πρόκειται να:
- για το κυνήγι οπού 'καμε θάνατο θε να πάρει (Ερωτόκρ. Β́ 716)·
- β) εκφράζει ταυτόχρονα
- β1) δυνατή θέληση ή απόφαση:
- δε θε ν’ αφήσω να χαθώ … (Ερωφ. Γ́ 57· Δ́ 670)·
- β2) κ. ενδεχόμενο:
- Τούτο το πράμα … θε να σε βλάψει με καιρόν (Ερωτόκρ. Γ́ 128).
- β1) δυνατή θέληση ή απόφαση:
- α) θε να = θα, πρόκειται να:
- 4) Με οριστ. ιστ. χρόνου όταν δηλώνεται
- α) ευχή απραγματοποίητη:
- ήθελα ν’ είχα ζωντανόν τώρα τον Ευριπίδη (Λίμπον. 73)·
- β) απλή σκέψη του λέγοντος:
- όλπιζα … 'ς τίτοιον λιμνιώναν να 'σωσα την στράταν (Κυπρ. ερωτ. 10716).
- α) ευχή απραγματοποίητη:
- Γ́ Ενδοιαστικές, με τα μόρ. μη, μηδέν, μήμπα, και υποτ. (άρν. μη):
- τρομάσσω να μη γυρίσει η τύχη μου (Ερωφ. Β́ 332· Συναξ. γυν. 785), (Στάθ. Β́ 88)·
- (με επόμ. το μήπως, βλ. ά. 1).
- Δ́ Πλάγιες ερωτηματικές
- 1) Ακολουθεί ερωτ. αντων. ή επίρρ.
- α) με απλή οριστ.:
- σε ρωτώ …, τα παιδιά … τάχα τι να τα κάμανε οι Τούρκοι …; (Τζάνε, Κρ. πόλ. 18112)·
- β) με οριστ. δυνητική:
- Να 'ξευρα … την σωτηριάν πού να ’βρα (Κυπρ. ερωτ. 10031)·
- γ) με υποτ. απορημ.:
- μέσα του εδιαλογίζετο πώς να τον αποθάνει (Ερωτόκρ. Β́ 776).
- α) με απλή οριστ.:
- 2) Ακολουθεί το σύνδ. μήπως σε είδος πλάγιας ερώτησης που δηλώνει κ. ενδεχόμενο, επιδιωκόμενο, επιθυμητό και εκφέρεται με υποτ. (βλ. και μήνα 3α, μήπως 2):
- ρίκτει … εις τον αετόν μήπως να τον δοξεύσει (Λίβ. Esc. 2694· Κατζ. Ά 124).
- III. Σε δευτερεύουσες επιρρ. προτάσεις
- Ά Αιτιολογικές
- 1) Εισάγει αιτ. πρόταση που εκφέρεται με απλή οριστ.:
- ουδέν εντέχεται να έχει (ενν. ο ιερεύς) καμίαν τιμωρίαν …, να δεν εγίνωσκεν (Ασσίζ. 11527).
- 2) Με υποτ.:
- α)
- τ’ άδικο … του ριζικού ήτο χάρη, όχι να 'ν’ ο Κυπρίδημος καλλιά του παλληκάρι (Ερωτόκρ. Β́ 1830)·
- β) με προηγ. την πρόθ. διά (γιά):
- διά να μη έχω φίλον, έγινα ωσάν το ξύλο (Συναξ. γυν. 1047· Ερωτόκρ. Β́ 719)·
- γ) με προηγ. το επίρρ. μόνε, βλ. μόνον Β́3.
- α)
- 1) Εισάγει αιτ. πρόταση που εκφέρεται με απλή οριστ.:
- Β́ Τελικές
- 1)
- α) Συν. μετά ρ. κίνησης, με υποτ. (άρν. μη):
- μ’ έστειλε να σε κάμω να συβαστείς (Ερωφ. Γ́ 99)·
- τους Ρωμαίους έκραξε να πάσι να βοηθούσι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 28325)·
- β) με προηγ. την πρόθ. διά (για, ογιά) και τους συνδ. όπως, ως, ότι:
- πήγαν εις πηγάδι, διά να κατοικήσουσι (Αιτωλ., Μύθ. 196· Ερωφ. Γ́ 295), (Τζάνε, Κρ. πόλ. 4163)·
- τα κάστρη να φυλάξουσιν, όπως να μη τα χάσουν (Χρον. Τόκκων 127· Ιστ. Βλαχ. 2479), (Συναξ. γυν. 702)·
- γ) με επόμ. το θα:
- θέλ’ έβγει ο δράκος πάλι να θα σ’ αρπάξει (Ιντ. κρ. θεάτρ. Γ́ 14).
- α) Συν. μετά ρ. κίνησης, με υποτ. (άρν. μη):
- 2) Με προηγ. το άρθρο σε θέση παλαιού απαρεμφ.:
- καλούσιν των Ελλήνων άρχοντες του να δικάσουν (Ερμον. Φ 354· Ψ 252).
- 1)
- Γ́ Αποτελεσματικές
- 1) Με υποτ.·
- α) το αποτέλεσμα εμφανίζεται ως απλή σκέψη εκείνου που μιλεί ή ως ενδεχόμενο:
- δεν ήτο ποιος να του μιλεί …, να του αλαφρώσει ο λογισμός (Ερωτόκρ. Β́ 620· Κυπρ. ερωτ. 9024)·
- β) δηλώνει συμφωνία ή όρο:
- επροσκύνησαν να δίδουν χαράτσιον … (Κώδ. Χρονογρ. 49)·
- γ) εξαρτάται από την προστ. κάμε, ‑ετε του ρ. κάμνω:
- τα λόγια που σου θέλει πει κάμε να τα θυμάσαι (Γαδ. διήγ. 322· Ιντ. κρ. θεάτρ. Ά 3)·
- δ) με προηγ. την πρόθ. για και το σύνδ. και:
- αργεί … την παιδωμή να δώσει, για να 'χει ο φταίστης τίβοτας καιρό να μεταγνώσει (Ερωφ. Γ́ 308)·
- όμως δεν επήγασι μακρά και να γλυτώσουν (Κορων., Μπούας 97).
- α) το αποτέλεσμα εμφανίζεται ως απλή σκέψη εκείνου που μιλεί ή ως ενδεχόμενο:
- 2) Με δυνητική οριστ.·
- το αποτέλεσμα εμφανίζεται ως δυνατό ή πιθανό:
- (Ερωφ. Δ́ 442)·
- έθελα θωρείν το πρόσωπόσ σου να 'δα ποτέ μου αγάπην εις αυτόν σου (Κυπρ. ερωτ. 8620)·
- (με προηγ. την πρόθ. για):
- (Ερωφ. Γ́ 127).
- το αποτέλεσμα εμφανίζεται ως δυνατό ή πιθανό:
- 3) Εισάγει μόνο του ή με προηγ. το σύνδ. (ο)γιά είδος τελικής - αποτελεσματικής πρότασης που εκφέρεται με υποτ.:
- δώσ’ μου μια γλυκιά θωριά να ξοριστούσι … οι πόνοι (Ερωφ. Δ́ 401)·
- τη γη ποτίζεις, για να μπορού να ζιου τα πλάσματά σου (Ερωφ. Χορ. δ́ 719· Ερωτόκρ. Β́ 925).
- 1) Με υποτ.·
- Δ́ Υποθετικές
- 1) Με οριστ. ιστ. χρόνου· η υπόθεση λαμβάνεται ως κ. αντίθετο από το πραγματικό ή ως απλή σκέψη αυτού που μιλεί:
- να 'μπόρουν εις χαρτίν να γράψα τα πάθη μου …, … έθελεν πάψειν απού μεν η κάψα (Κυπρ. ερωτ. 231· Ιμπ. 147).
- 2)
- α) Με υποτ. συν. αορ.· η υπόθεση λαμβάνεται ως κ. ενδεχόμενο ή προσδοκώμενο ή αόριστα επαναλαμβανόμενο:
- (Λίβ. Esc. 1440)·
- να σιγανέψουν οι καιροί, ολπίζω να ψαρέψω (Ερωτόκρ. Β́ 480)·
- Σπουδαίον άνδρα να ιδούν (ενν. οι αμαθείς), πολλά τονε μισούσιν (Γκίνου, Στ. 11)·
- β) πλεοναστικά μετά το σύνδ. εάν:
- εάν κανείς να δώσει ετέρου, εκείνος ή εκείνη οπού να τα λάβουν … (Ασσίζ. 15518).
- α) Με υποτ. συν. αορ.· η υπόθεση λαμβάνεται ως κ. ενδεχόμενο ή προσδοκώμενο ή αόριστα επαναλαμβανόμενο:
- 3) Έκφρ. ανίσως και να = αν τυχόν, αν συμβεί να …, αν (με υποτ.):
- Ανίσως και να πίστευγες, …, έλπιζα … (Κυπρ. ερωτ. 541· 10477).
- 1) Με οριστ. ιστ. χρόνου· η υπόθεση λαμβάνεται ως κ. αντίθετο από το πραγματικό ή ως απλή σκέψη αυτού που μιλεί:
- Έ Ενδοτικές· (με υποτ.), ακολουθεί πλεοναστικά την έκφρ. μ’ όλον που (βλ. μετά Ά19β):
- το σίδερον και η φωτιά μ’ όλον που να πονούσι, είν’ … ωφέλιμα (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [1648]).
- Ϛ́ Χρονικές
- α) με υποτ. αορ.·
- δηλώνεται πράξη προσδοκώμενη (= μόλις, όταν):
- Να την ιδεί ο Αχιλλεύς, λιγοθυμιά τον πιάσεν (Αχιλλ. (Haag) L 492· Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1791)·
- (με προηγ. το ουδ. άρθρο):
- (Αχιλλ. (Smith) N 437)·
- Το να το ιδεί ο Ιμπέριος (ενν. το παρανυχίδιν), ετρώθην η ψυχή του (Ιμπ. 293)·
- δηλώνεται πράξη προσδοκώμενη (= μόλις, όταν):
- β) πλεοναστικά μετά τους συνδ. όταν (και τ.), ότι, πριν, πριχού (και τ.), αφόν:
- όταν να θέλει να λουστεί … η κόρη, … (Αχιλλ. L 515· Πεντ. Γέν. XXIV 41)·
- αποθαίνει …, πριν να παντρευτούσιν (Ασσίζ. 36917· Ερωτόκρ. Β́ 728)·
- αφόν … να λάψουν τ’ άστρα, … (Κυπρ. ερωτ. 1064)·
- γ) με προηγ. τους συνδ. (ε)ωσόπου, ώστε (που):
- να τον κρατεί εις την φυλακήν …, εωσόπου να τον πλερώσει (Ασσίζ. 31218· Κυπρ. ερωτ. 10532)·
- δεν τελειώνει η μάχη σας, ώστε να μπεις στον Άδη (Ερωτόκρ. Γ́ 184· Έ 256)·
- δ) με προηγ. το σύνδ. κάθα:
- κάθα να δω … το 'δείσ σου, … (Κυπρ. ερωτ. 691).
- α) με υποτ. αορ.·
- Ζ́ Αναφορικές
- 1) Εισάγει μόνο του ή συνοδεύει αναφορ. αντων. ή επίρρ.· με οριστ.
- α) απλή:
- δεν ευρέθηκεν κανείς … να μ’ εσύντηχεν καλόν διά τα ξένα (Περί ξεν. 166)·
- β) πιθανολογική:
- εκείνος ού εκείνη οπού να έβαλαν τοιούτους ανθρώπους μάρτυρας, … (Ασσίζ. 14410)·
- γ) ευχετική:
- Αφήτε μ’, οπού να 'μουνε σήμερ’ αποθαμένη (Θυσ. 311).
- α) απλή:
- 2)
- α) Με υποτ. μόνο του· δηλώνεται κ. το ενδεχόμενο (συν. προηγείται αποφατική πρόταση):
- δεν είναι βάσανο να μοιάζει του δικού μου (Ερωφ. Ά 424· Λίβ. Sc. 171)·
- β) με προηγ. αναφορ. αντων. ή επίρρ.:
- (Ασσίζ. 19522)·
- να οικοδομήσει ναόν οπού να μην έγινεν άλλος (Hagia Sophia ω 51012)·
- (με προηγ. το σύνδ. και = που):
- (Ερωτόκρ. Β́ 286).
- α) Με υποτ. μόνο του· δηλώνεται κ. το ενδεχόμενο (συν. προηγείται αποφατική πρόταση):
- 3) Συνοδεύει το αναφορ. επίρρ. οπού, απού, σε αναφορ. αποτελεσματική πρόταση· με υποτ. (συνήθως προηγείται στην κύρια πρόταση το δεικτ. τόσον):
- όμορφή 'σαι τόσον οπού τινάς δε να μπορήσει τα κάλλη σου ποτέ να τα μετρήσει (Κυπρ. ερωτ. 8712· Ερωφ. Ά 480).
- 4) Συνοδεύει το σα(ν), ως, ώσπερ σε αναφορ. προσδιοριστική πρόταση όπου εκφράζεται υποθ. παρομοίωση:
- στέκομαι τρεμάμενη σαν να 'χα να περάσω μια θυμωμένη θάλασσα (Ερωφ. Γ́ 7)·
- αγάπα τον … ως να ήτον συγγενής σου (Σπαν. (Ζώρ.) V 122· Χρον. Μορ. H 493).
- 1) Εισάγει μόνο του ή συνοδεύει αναφορ. αντων. ή επίρρ.· με οριστ.
[<αρχ. σύνδ. ίνα· τ. ινά τον 6. αι. (C.A. Trypanis, Glotta 28, 1960, 312-3). Η λ. τον 5. αι. (Lampe· βλ. και Jannaris 1897: 418) και σήμ.]
- I. Σε κύριες προτάσεις
- να (II), μόρ. δεικτ.· νάτε.
-
- 1) Προκ. να δείξουμε πρόσωπα ή πράγματα
- α) με ονομ. = «εδώ ή αυτός είναι», κ.τ.ό.:
- να και ο Ιησούς (Μάξιμ. Καλλιουπολ., Κ. Διαθ. Ματθ. κή 9)·
-
- β1) με αιτιατ. = «δες εδώ ή αυτόν», κ.τ.ό.:
- ανέν κι εμέν δε μου πιστεύγετε, νάτε το χαρτίν τούτον (Μαχ. 23211)·
- β2) με αιτιατ. = «πάρε», «ορίστε»:
- (Προδρ. III 117)·
- Χάροντα, άσ’ τον αυτόν και να τον άλλον (Πικατ. 308)·
- και νάτε τούτα τα άλογα, καβαλικεύσετέ τα (Λίβ. Esc. 2973)·
- β1) με αιτιατ. = «δες εδώ ή αυτόν», κ.τ.ό.:
- α) με ονομ. = «εδώ ή αυτός είναι», κ.τ.ό.:
- (με τους αδύνατους τ. της προσωπ. αντων.):
- Το φως μου αν είχες το ζητάν, ήθελα πει: «Και να το» (Ερωτοπ. 537)·
- γ) (με τη γεν. σου της προσωπ. αντων.) «πάρε για σένα»:
- Να σ’ εδά χίλια φλωρία» (Πτωχολ. Α 315).
- 2) Μπροστά από πρόταση (συν. με προηγ. ή επόμ. το σύνδ. και επιτατ.) για να γίνει έντονη η προεξαγγελία του περιεχομένου της:
- (Ερωτόκρ. Β́ 1265)·
- να και ήλθαν μάγοι από την Ανατολήν (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Ματθ. β́ 1).
- 3) Επαναλαμβανόμενο
- α) επιτατ. για να δηλωθεί ειρωνεία ή αγανάκτηση:
- Να, Μπαρμπαρέσε αδυνατέ, να, πόλεμο δικό σου …! (Τζάνε, Κρ. πόλ. 31611)·
- β) ως κλητικό (συν. για ζώα):
- (Σοφιαν., Γραμμ. 83)·
- τον σκύλον του … κράζει … — Να, να πετρίτη μου, να, να (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [427]).
[<*ηνά <*ήνα <αρχ. επιφ. ήν, πιθ. κατά επιρρ. σε ‑α· βλ. και Christidis 1987. Ο τ. κατά το β́ πρόσ. πληθ. της προστ. (πβ. άμε ‑τε)]
- 1) Προκ. να δείξουμε πρόσωπα ή πράγματα
- να 1 [ná] μόριο : I.για να δείχνουμε πρόσωπα ή πράγματα. 1. με ονομαστική ουσιαστικού ή ονομαστική προληπτικής αντωνυμίας· ισοδυναμεί με τις εκφορές εδώ είναι, εκεί είναι: ~ το σπίτι μας / το σχολείο μας. ~ τος ο αδερφός της, εδώ είναι ο αδερφός της. ~ τη η εφημερίδα που γύρευες. ~ η ευκαιρία που ζητούσες. ~ βιβλίο για να αγοράσεις, αυτό είναι κατάλληλο
(έκφρ.) ~ παιδί / κορίτσι / μαθητής, ~ μάλαμα*! ΦΡ ~ τα μας, δηλώνει έκπληξη και δυσφορία του ομιλητή για κτ. που έγινε αμέσως προηγουμένως: ~ τα μας! Θα μας πει και ψεύτες τώρα. 2. με αιτιατική προληπτικής αντωνυμίας· ισοδυναμεί με τις εκφορές δες εδώ, δες εκεί· ακολουθεί το ουσιαστικό συνήθ. σε ονομαστική· ο προσδιορισμός, όταν υπάρχει, πάντα σε ονομαστική: ~ την η άνοιξη προβάλλει. ~ με, γύρισα. ~ με μπλεγμένος σε χίλιες δυο δουλειές. ~ την η μέρα που περίμενες, αυτή είναι. || με την έννοια του πάρε: ~ το τουφέκι είπε· αν είσαι παλικά ρι ρίξε. Θέλεις ψωμί; ~ λίγο, να πάρε λίγο. 3. (προφ.) για παραστατική και ζωντανή διατύπωση του πάρα πολύ ή του πολύ μεγάλος η οποία συνήθως συνοδεύεται και από ανάλογη χειρονομία: ~, τόσο μεγάλα ήταν τα κύματα. Άνοιξε ένα στόμα ~. Έβγαλε μια γλώσσα ~. ΦΡ ~! κάνει το μάτι του, για άνθρωπο πεινασμένο, ξελιγωμένο κυριολεκτικά και μεταφορικά. (χυδ.) ~, με ανάλογη χειρονομία, στα τέτοια μου, στ΄ αρχίδια μου. ~ και τούτη ~ κι εκείνη, για μεγάλο ξυλοκόπημα. II1. εκεί που (με οριστική παρατατικού) ~ σου (και) (με οριστική αορίστου ή ενεστώτα), σε διηγήσεις για να δοθεί με ζωντάνια μια απροσδόκητη και αιφνίδια εμφάνιση: Εκεί που προχωρούσαμε, ~ σου και εμφανίζεται μπροστά μας ένας πελώριος σκύλος. Εκεί που διάβαζα, ~ σου ένα όνομα που μ΄ έκανε να αναπηδήσω. 2. ως προεξαγγελτικό πρότασης: α. εκφράζει την ικανοποίηση, ανακούφιση κτλ. του ομιλητή: ~! πέρασε κι αυτός ο χειμώνας. ~ που κι εσύ κάνεις λάθη. ~ που σ΄ έπιασα. || με επανάληψη σε έντονη αγανάκτηση: Έσκισε τις φωτογραφίες λέγοντας: ~, τα μεγαλεία σου, ~ η ομορφιά σου, ~ ~ ~, ορίστε, καμάρωσε τώρα. β. προκαλεί την προσοχή του ακροατή σε αυτό που αμέσως μετά αναπτύσσεται ή επεξηγείται: ~ τι θα κάνουμε, είπε. ~ τι είχε συμβεί. γ. χρησιμοποιείται παραδειγματικά για να επιβεβαιώνει προηγούμενη άποψη ή διαπίστωση: Είναι όλο εκπλήξεις· ~, σήμερα μας επισκέφτηκε με μια τεράστια ανθοδέσμη. Όλο ζημιές κάνει· ~, χθες έσπασε το μεγάλο κινέζικο βάζο. δ. συγκεφαλαιώνει ό,τι έχει προαναφερθεί: Σπουδές, δουλειά, οικογένεια· ~ ό,τι είχε ονειρευτεί.
[μσν. να < *ηνά με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < *ήνα (μετακ. τόνου;) < αρχ. ἤν με προσθήκη του -α των επιρρ.]
- να 2 [na] σύνδ.· παθαίνει έκθλιψη όταν η επόμενη λέξη αρχίζει από [a] · κανονική εκφορά με υποτακτική ενεστώτα ή αορίστου ή με οριστική παρελθοντικού χρόνου : με πολλαπλές λειτουργίες και σημασίες. I. εισάγει δευτερεύουσες προτάσεις: 1. τελικές· κανονικά ύστερα από ρήματα που δηλώνουν κίνηση ή απαιτούν κάποιο συμπλήρωμα που εκφράζει σκοπό· συνήθ. εναλλάσσεται με το για να (βλ. για να), με το οποίο ο ομιλητής μπορεί να εκφραστεί σαφέστερα ή και εντονότερα. α. με υποτακτική: Ήρ θε ~ μας δει. Έτρεχε ~ μη χάσει το τρένο, για να μη χάσει το τρένο. Έφυγαν (για) ~ τον συναντήσουν και ~ μάθουν απ΄ αυτόν την αλήθεια. β. με οριστική παρατατικού: Δεν είχε λεφτά ~ του δάνειζε, για να του δανείσει. 2. βουλητικές οι οποίες λειτουργούν ως: α. υποκείμενο: Δεν πρόκειται ~ τον ενοχλήσει. Δε γίνεται ~ μην ξέρεις. Δεν είναι ανάγκη κάθε φο ρά ~ τον συνοδεύεις. Πάντα αξίζει ~ πολεμά κανείς για την ελευθερία. Είναι δύσκολο ~ ξεκινήσουν πρωί. β. αντικείμενο: Mάταια προσπαθείς ~ τον μεταπείσεις. Δεν ήθελε ούτε ~ τους δει. Ξέρει ~ διαβάζει και ~ γράφει. Aποφάσισα ~ μη μιλήσω σε κανέναν. Δε χορταίνει ~ τους βλέπει. γ. προσδιορισμός μιας περίφρασης: Είχε τη λεπτότητα ~ μην μπει σε λεπτομέρειες. Δεν έχει διάθεση ούτε ~ τους μιλήσει. Πήρε το θάρρος ~ τους ενοχλήσει. Ήταν έτοιμος ~ ξεκινήσει. Είναι ικανός ~ χαλάσει τον κόσμο. Yπάρχει φόβος ~ ξαναεπιστρέψει. δ. επεξήγηση: Ένα πράγμα μό νο τον απασχολεί, ~ βρουν δουλειά τα παιδιά του. Είχε την ιδέα ~ τους τηλεγραφήσει. ε. με οριστική παρελθοντικού χρόνου: Kαλύτερα ~ πέθαινα. Aς ήταν ~ ΄μουν κι εγώ εκεί! Σκέφτομαι ~ πεταγόσουν να δεις τι κάνει. Mπορεί και ~ γελάστηκα. 3. ειδικές· ύστερα από αρνητική ή ερωτηματική πρόταση που ισοδυναμεί με αρνητική, όταν θέλει ο ομιλητής να εκφράσει γνώμη ή κρίση αμφίβολη ή αμφισβητήσιμη: Λες ~ το πει στους δικούς του; Δε θυμάμαι ~ το είπα. Δεν πιστεύω ~ μας ξέχασες. Δε φαίνεται ~ έχει επιτυχία. 4. αποτελεσματικές· (βλ. και για να, ώστεI3), συνήθ. εκφράζει το αποτέλεσμα ως απλή σκέψη ή ενδεχόμενο: Tους έκανε όλους ~ κλάψουν με την ιστορία του. Δεν είναι εχθρός του ~ τον αποφεύγει. Kατάφεραν ~ τους μισήσει. Δεν είναι άνθρωπος ~ τον εμπιστεύεσαι, ώστε να, για να τον εμπιστεύεσαι. Φτιάχνει κάτι γλυκά ~ γλύφεις τα δάχτυλά σου. Aφορμή γύρευε ~ μείνει. Aκόμη δε φτάσαμε στο σημείο ~ τους παρακαλάμε. 5. χρονικές· (βλ. και όσοII2γ, ώσπου2, έως, ωσότου2, μέχρι)· δηλώνει: α. προσδοκώμενη πράξη η οποία θα συντελεστεί συγχρόνως με την πράξη που εκφράζει η κύρια πρόταση: Περιμένετε ~ καθαρί σει το νερό για να πιείτε. β. πραγματικό γεγονός που συνέβη στο παρελθόν ύστερα από την πράξη που εκφράζει η κύρια πρόταση: Περίμενε δύο χρόνια ~ δημοσιευτεί η εργασία του, μέχρι να δημοσιευτεί
γ. πριν* ~. προτού* ~. 6. εναντιωματικές και παραχωρητικές: Δεν αλλάζει γνώμη, ο κόσμος ~ χαλάσει, ακόμη και αν. Kαι ~ προσπαθούσε, πάλι δεν τα κατάφερνε. Δεν έκανε εξαίρεση, μακάρι ~ ΄ταν κι ο πατέρας του. 7. υποθετι κές· αν: ~ μην το έβλεπα ο ίδιος, δε θα το πίστευα. ~ το ΄ξερα, δε θα του το δάνειζα. Kαλά θα κάνεις, ~ κοιτάζεις τη δουλειά σου. || ~ το ΄ξερα! ~ τους άκουγα!, αν το ΄ξερα!, αν τους άκουγα! 8. αναφορικές: Στο δρόμο σου θα συναντήσεις κάποιον ~ πουλάει φρούτα, που πουλάει φρούτα· συνήθ. ύστερα από αποφατική πρόταση ή από ερωτηματική που ισοδυναμεί με αποφατική, ενέχει και κάποια επιρρηματική έννοια: α. αναφορι κές τελικές: Δεν έχει κανέναν ~ τον φροντίζει, για να τον φροντίζει. Xρειαζόμαστε κάποιον ~ μας μεταφράσει το κείμενο. β. αναφορικές συμπερασματικές: Δε βρήκε στον κόσμο κανέναν ~ την καταλαβαίνει, τέτοιον ώστε να την καταλαβαίνει. γ. αναφορικές υποθετικές: Ό,τι και ~ πεις, δε θα σ΄ ακούσει. II. εισάγει προτάσεις φαινομενικά κύριες· η σημασία του ποικίλλει: 1. δηλώνει θέληση, επιθυμία, γνώμη κτλ. ανάλογα με τα συμφραζόμενα: ~ σας δούμε κι από το σπίτι. Mια στιγμή, ~ βάλω μια ποδιά κι έρχομαι. ~ δούμε αν θα τα καταφέρουν. ~ είναι το πολύ είκοσι χρονών, όχι παραπάνω. ~ πήγαινες μια στιγμή να ψωνίσεις! || [ná] ~ σου πω, μια στιγμή. || σε διάλογο: Mας ακούει ο κόσμος. - Δεν πάει ~ μας ακούει. Ποιος θα μου δανείσει; -~ σου δανείσω εγώ. || με οριστική παρατατικού: ~ φαινόταν από καμιά μεριά! 2. για να εκφραστεί ευχή, απευχή ή κατά ρα· (βλ. και μακάρι): Kαλώς ~ ΄ρθείτε. ~ ζήσετε! ~ πάρει η οργή. Kακό χρόνο ~ ΄χει. ~ μη σώσει κι έρθει. Ο Θεός ~ δώσει / ~ μας φυλάει. Πες μου ~ χαρείς. || Πες μου την αλήθεια· έτσι ~ χαρείς ό,τι αγαπάς. Mπα, που ~ φας τη γλώσσα σου. A, που ~ χαθείς. || με οριστική παρατατικού: ~ μπορούσα να σε βοηθήσω, μακάρι να μπορούσα. Στερνή μου γνώση ~ σ΄ είχα πρώτα. ~ ξέρατε πόσο σας αγαπά! || σε όρκο: ~ μη σώσω. ~ μη χαρώ το φως μου. (~) μη σώσει κι έρθει. || σε εκφράσεις που περιέχουν απειλή: (~) μη σε πιάσω στα χέρια μου. 3. σχηματίζει περιφραστικά τύπο προστακτικής για να εκφράσει προσταγή, αξίωση, συμβουλή, συγκατάθεση κτλ.: ~ προσέχεις τα λόγια σου, πρόσεχε τα λόγια σου. Ο καθένας ~ κοιτάζει τη δουλειά του. ~ πηγαίνετε από το πεζοδρόμιο. ~ μη στενοχωριέσαι για μας. (~) μην κουνηθεί κανείς από τη θέση του. (~) μη σ΄ ακούσω άλλη φορά να γκρινιάζεις. || σε φράσεις: ~ μην τα πολυλογού με. ~ μη σας ζαλίζω. ~ μη σας χασομερώ. ~ μη σε ξαναδώ. ~ μου το θυμάστε. ~ δεις. Kάποτε, ~ το θυμάστε, θα τον χρειαστούμε. Kάποια μέρα, ~ δεις, που θα αναγνωριστεί η αξία του. || προτρεπτικά με τα για 2, άντε, έλα, εμπρός: Για ~ δοκιμάσω κι εγώ. Έλα ~ δούμε τη δουλειά σου. || για αγανάκτηση, οργή: A! για ~ σου πω. || για να εκφράσει ο ομιλητής συγκατάθεση κάτω από απαραίτητες προϋποθέσεις με τα μόνο, μονάχα, υπό τον όρο ή με ανάλογη έκφραση: Δέχομαι· μόνο, παρακαλώ, ~ μείνει μεταξύ μας. Συμφώνησε με τον όρο ~
III. σε κύριες ή πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις εκφράζει κατά περίπτωση επιθυμία, απορία, έκπληξη, δυσφορία, αγανάκτηση, αδιέξοδο: 1. σε κύριες ερωτηματικές προτάσεις: α. ως εισαγωγικό ερωτήσεων: ~ περιμένω;, θέλεις να περιμένω; ~ το πω; ~ ζει κανείς ή ~ μη ζει; ~ δεχτεί, ~ αρνηθεί; || σε ευγενική διατύπωση: ~ κάνω ένα τηλεφώνημα;, μπορώ, μου επιτρέπετε
Nά ΄ρθω μαζί σας; β. ύστερα από κάποια ερωτηματική λέξη: Ποιος ~ το πίστευε. Tι ~ θέλει άραγε; Πώς ~ το μάθω; Ποιος ~ ξέρει πού βρίσκεται. Λες ~ είναι ακόμη ανοιχτά; Tι ~ κάνει· αναγκάστηκε να τους ακολουθήσει. Γιατί ~ υπάρχει τόση αδικία; Γιατί ~ μου το κάνει εμένα αυτό; Γιατί ~ μη σας έχει κοντά του; || με αναφορά στο παρελθόν: Kάθισα και περίμενα· τι άλλο ~ έκανα; Ποιος ~ το έλεγε ότι έτσι θα τέλειωναν τα πράγματα. Πώς ~ γινό ταν να τους βρω; 2. σε πλάγιες ερωτήσεις: Δεν ήξερε τι ~ κάνει. 3. σε ρητορικές ερωτήσεις: Πώς ~ βρεθούν τόσα λεφτά;, είναι δύσκολο, δεν μπορούν να βρεθούν. Πώς ~ κρυφτεί η χαρά; Εγώ ~ ξαναπατήσω σπίτι του; ~ το ξεχάσω; Aποκλείεται. 4. σε ερωτηματική πρόταση ως απάντηση προηγούμενης άτοπης και παράδοξης ερωτήσεως: Πώς σου φαίνεται; - Πώς ~ μου φανεί;, είναι γνωστό το πώς θα μου φαινόταν. Tι έχεις; - Tι θέλεις ~ έχω; IV. σε επιφωνηματικές προτάσεις εκφράζει ο ομιλητής ποικίλα συναισθήματα: Tο λένε άλλοι αλλά ~ το λέτε κι εσείς! ~ τον ξέρω τόσα χρόνια και ~ μην τον έχω καταλάβει! ~ σκοτώνομαι στη δουλειά και αυτοί ~ αδιαφορούν! Γονείς είναι αυτοί; ~ αφήνουν τα παιδιά τους να γυρνάνε! || σε διηγήσεις: Tαλαιπωρηθήκαμε πολύ· και ~ είναι και ο καιρός χάλια! Tους περιποιήθηκε πολύ· τι ~ τους βγάζει έξω, τι δώρα ~ τους αγοράζει, δεν ήξερε τι ~ τους κάνει για να τους ευχαριστήσει. Aπό κει που ήταν φτωχός και κακόμοιρος, τώρα ~ δείτε τι έγινε! V1. ύστερα από επίρρημα ή πρόθεση εκφράζει ανάλογες επιρρηματικές σχέσεις, βλ. αντί, χωρίς, δίχως, παρά, σπάνια, ίσως, προκειμένου κτλ. 2. με το άρθρο το σε ουσιαστικοποίηση προτάσεων οι οποίες συχνά αποτελούν: α. ανάλυση μετοχής ενεστώτα: Bλέπεις τι παθαίνεις με το ~ μην ακούς κανέναν;, μην ακούγοντας κανένα. β. απόδοση αφηρημένου ρηματικού ουσιαστικού: Tο ~ αποφασίζει να σας βοηθήσει είναι σημαντικό, η απόφασή του να σας βοηθήσει είναι σημαντική. Είναι όμορφο το ~ φροντίζεις κάποιον.
[μσν. να < αρχ. τελ. σύνδ. ἵνα (ίσως με ενδιάμεσο άτονο στάδιο: ινα) με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]
- νάβα η.
-
- Πλοίο (συν. μεγάλο, για τη μεταφορά φορτίου ή επιβατών):
- (Ασσίζ. 479)·
- αρμάτωσεν … β́ νάβες να σηκώσουν τους λας (Μαχ. 17824).
[<λατ. navis (αιτιατ. ‑em) - παλαιότ. γαλλ. - ιταλ. nave (DEI). Η λ. στη Σούδα και το Du Cange]
- Πλοίο (συν. μεγάλο, για τη μεταφορά φορτίου ή επιβατών):
- ναβάλα η.
-
- 1) Στρατιωτική επίθεση, έφοδος:
- (Ιστ. Βλαχ. 187).
- 2) Αιφνιδιαστική ενέργεια, στάση:
- μικροί, μεγάλοι … εκάμασι ναβάλαν κι επήραν τον κυρ Γαβριήλ …, αφέντην τον εσήκωσαν (αυτ. 788).
[<ρουμ. năvală]
- 1) Στρατιωτική επίθεση, έφοδος:
- Ναβαρρέζος ο· Αναβαρρέζος.
-
- Αυτός που κατάγεται από τη Ναβάρρα της Ισπανίας·
- (εδώ) προκ. για τους επαγγελματίες μισθοφόρους της Ναβαρραίας Εταιρείας:
- (Byz. Kleinchron. Á 3441).
- (εδώ) προκ. για τους επαγγελματίες μισθοφόρους της Ναβαρραίας Εταιρείας:
[<ιταλ. Navarrese]
- Αυτός που κατάγεται από τη Ναβάρρα της Ισπανίας·
- ναγγρισμένος, μτχ.,
- βλ. αγγρίζω.
- ναδίρ το [naδír] Ο (άκλ.) : ANT ζενίθ. 1. (αστρον.) το νοητό σημείο της ουράνιας σφαίρας που βρίσκεται κατακόρυφα και ακριβώς κάτω από τα πόδια του παρατηρητή. 2. (μτφ.) το κατώτατο σημείο μιας εξελικτικής πορείας, η παρακμή: H απόδοσή του από το ζενίθ βρέθηκε ξαφνικά στο ~.
[λόγ. < γαλλ. nadir (ορθογρ. δαν.) < αραβ. nazīr]
- Ναζαρηνός ο.
-
- Ο κάτοικος της Ναζαρέτ ή αυτός που κατάγεται από εκεί (προκ. για τον Ιησού):
- (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Μάρκ. ιδ́ 67).
[μτγν. εθν. Ναζαρηνός]
- Ο κάτοικος της Ναζαρέτ ή αυτός που κατάγεται από εκεί (προκ. για τον Ιησού):