Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νίψιμο το [nípsimo] Ο50 : (παρωχ.) η ενέργεια του νίβω, το πλύσιμο του προσώπου.
[μσν. νίψιμον < νιψ- (νίβω) -ιμον]
[Λεξικό Κριαρά]
- νίψιμον το.
-
- 1) Πλύσιμο·
- (συνεκδ.) νερό για πλύσιμο (ιδίως των χεριών ή του προσώπου):
- άπελθε, επίδος το θερμόν νίψιμον τους πατέρας (Προδρ. IV 118).
- (συνεκδ.) νερό για πλύσιμο (ιδίως των χεριών ή του προσώπου):
- 2) Καλλωπισμός προσώπου:
- γυναίκες εις το νίψιμον πτωχείαν ουδέν φροντίζουν (Ναθανήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 1138).
[<αόρ. του νίπτω + κατάλ. ‑ιμον. Η λ. στο Du Cange και σήμ. λαϊκ. (‑ο)]
- 1) Πλύσιμο·