Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νίτρο το [nítro] Ο39 : (χημ., ορυκτ.) γενική ονομασία νιτρικών ορυκτών, δηλαδή του νιτρικού ασβεστίου, του νιτρικού καλίου και του νιτρικού νατρίου.
[λόγ. < αρχ. νίτρον `ορυκτό ή φυτικό αλκάλιο΄ σημδ. γαλλ. nitre < λατ. nitrum (στη νέα σημ.) < αρχ. νίτρον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νιτρο- [nitro] & νιτρό- [nitró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & νιτρ- [nitr], συχνά όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [a] : (χημ.) α' συνθετικό οργανικών ενώσεων με αναφορά στην παρουσία μιας ή περισσότερων νιτρικών ομάδων στο μόριο μιας οργανικής ενώσεως: ~αιθάνιο, νιτρανιλίνη, ~βενζόλιο, ~γλυκερίνη, ~μεθάνιο. || νιτρόμετρο, συσκευή που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της ποσότητας του αζώτου σε ορισμένες νιτρικές ενώσεις.
[λόγ. < γαλλ. nitr(o)- (δες στο νίτρο) ως α' συνθ.: νιτρο-γλυκερίνη < γαλλ. nitroglycérine]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νιτρογλυκερίνη η [nitroγlikeríni] Ο30 : υποκίτρινο ελαιώδες υγρό, κράμα νιτρικού οξέος, θειικού οξέος και γλυκερίνης, που χρησιμοποιείται ως εκρηκτική ύλη.
[λόγ. < γαλλ. nitroglycérine < nitro- = νιτρο- + glycérine = γλυκερίνη]
[Λεξικό Κριαρά]
- νίτρον το.
-
- Νάτρο (= ανθρακική σόδα), λατρόνι (βλ. ά.):
- (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 241).
[αρχ. ουσ. νίτρον. Η λ. και σήμ. (‑ο)]
- Νάτρο (= ανθρακική σόδα), λατρόνι (βλ. ά.):