Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νίλα η [níla] Ο25α : 1.(οικ.) α. μεγάλη καταστροφή: Ο στρατός του Δράμαλη έπαθε μεγάλη ~ από τους Έλληνες. β. μεγάλη αποτυχία σε διαγωνισμό ή συναγωνισμό: ~ στα μαθηματικά. H ομάδα μας έπαθε ~ στο σημερινό αγώνα. γ. ζημιά που προκαλεί μεγάλη ταλαιπωρία: Πάθαμε μια ~ στο ταξίδι
μας χάλασε το αυτοκίνητο. 2. (παρωχ.) καψόνι.
[ίσως μσν. *νίλα < λατ. nila πληθ. του nilum (ουδ.) `τίποτε, ασήμαντο, χωρίς αξία΄ που θεωρήθηκε θηλ. εν.]