Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- νίκος το.
-
- 1)
- α) Νίκη (σε πολεμική αναμέτρηση ή μονομαχία):
- επολεμήσαμεν κι ηπήραμεν το νίκος (Χρον. Μορ. P 3657· Ερωτόκρ. Β́ 2090)·
- (μεταφ. προκ. για τον Έρωτα):
- (Ερωτόκρ. Ά 1055)·
- φρ. αίρω, πιάνω, ποιώ (το) νίκος, μου έρχεται το νίκος = νικώ:
- (Διγ. Z 3888), (Μαχ. 43228), (Αχιλλ. (Smith) Ν 467), (Χρον. Μορ. H 6877)·
- β) (γενικά) υπερίσχυση, υπεροχή:
- Τοις αρχιερεύσιν … διαλέξεις περί πίστεως και νίκος κατά των αντερούντων αυτοίς (Ωροσκ. 404)·
- γ) (προκ. για δικαστικό αγώνα) δικαίωση:
- ποίος από τους δύο έχει το νίκος, του αγκαλούντος, του αγκαλεμένου (Ασσίζ. 2918‑9).
- α) Νίκη (σε πολεμική αναμέτρηση ή μονομαχία):
- 2) (Συνεκδ.) λάφυρα, λεία:
- εμέρισεν το νίκος του, το κούρσο τό ηπήρεν (Χρον. Μορ. P 7108).
- 3) (Μετων.) νικητής:
- τον Βελισάριον …, το νίκος της Ρουσίας (Ριμ. Βελ. ρ 853)·
- (με προηγ. πρόθ., σε θέση κατηγ.):
- Επόμεινε ο Ρωτόκριτος 'ς μεγάλο νίκος (Ερωτόκρ. Β́ 1525).
- 4)
- α) Εξουσία, επικυριαρχία:
- ο είς κι ο άλλος ήθελε 'ς νίκος τη χώρα να 'χει (Ερωτόκρ. Δ́ 856)·
- β) δύναμη, ισχύς:
- πολλά κοντά με τρέχει ο Χάρος, αμμέ δεν έχει νίκος να με πάρει (Κυπρ. ερωτ. 287)·
- γ) λαμπρότητα, ακτινοβολία:
- ως νικά το φως ηλίου τους αστέρας …, ούτως έχει και το νίκος … το Βυζάντιον το μέγα (Πτωχολ. α 891).
- α) Εξουσία, επικυριαρχία:
- 5) Ευημερία, προκοπή:
- τοις βασιλεύσιν … ευθυμίαν και νίκος και ευφροσύνην (Ωροσκ. 3915).
[μτγν. ουσ. νίκος. Η λ. και σήμ. κυπρ.]
- 1)