Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νίκελ
7 εγγραφές [1 - 7]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νίκελ το [níkel] Ο (άκλ.) : 1.νικέλιο. 2. επινικελωμένο εξάρτημα: ~ του αυτοκινήτου. || (ως επίθ.): Tαμπακιέρα ~, νικέλινη.

[λόγ. < γερμ. Nickel]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νικέλινος -η -ο [nikélinos] Ε5 : που είναι κατασκευασμένος από νίκελ.

[λόγ. νίκελ -ινος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νικέλιο το [nikélio] Ο40 (χωρίς πληθ.) : χημικό στοιχείο από τα μέταλλα, που έχει αργυρόλευκο χρώμα και που είναι ανοξείδωτο σε κανονική θερμοκρασία.

[λόγ. νίκελ -ιον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νικελιούχος -ος / -α -ο [nikeliúxos] Ε14 : που περιέχει νικέλιο: ~ χαλκός. Nικελιούχα μεταλλεύματα.

[λόγ. νικέλι(ον) + -ούχος απόδ. γαλλ. nickéli fère]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νικέλωμα το [nikéloma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του νικελώνω.

[λόγ. νικελω- (δες νικελώνω) -μα μτφρδ. γαλλ. nickelure]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νικελώνω [nikelóno] -ομαι Ρ1 : καλύπτω την επιφάνεια ενός μεταλλικού αντικειμένου με λεπτό στρώμα από νίκελ· επινικελώνω.

[λόγ. νίκελ -ώ > -ώνω μτφρδ. γαλλ. nickeler]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νικέλωση η [nikélosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του νικελώνω, κάλυψη ενός μεταλλικού αντικειμένου με λεπτό στρώμα από νίκελ· επινικέλωση.

[λόγ. νικελω- (δες νικελώνω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. nickelage]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες