Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νήπιος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
νήπιος, επίθ.· νηπίος· ουδ. νήπιο το· νήφιο.
  • 1) Που βρίσκεται στη βρεφική ηλικία:
    • (Σουμμ., Παστ. φίδ. Χορ. δ́ [3]).
  • 2) Ανήλικος:
    • τον υιόν νήπιον όντα … ανηγόρευσαν πρώτον αυθέντην (Ιστ. πολιτ. 526).
  • 3) (Μεταφ.) ανόητος, ασύνετος:
    • (Ροδινός 126).
  • Το ουδ. ως ουσ. =
    • α) Μικρό παιδί, βρέφος:
      • (Χούμνου, Κοσμογ. 2035), (Θρ. Κύπρ. Μ 324
    • β) (περιληπτ.) το σύνολο των μικρών παιδιών ομάδας, οικογένειας:
      • μάζωξε τον λαό, τους άντρες και τις γεναίκες και το νήπιο (Πεντ. Δευτ. XXXI 12· Γέν. XLVII 12).

[αρχ. επίθ. νήπιος. Ο τ. ‑ίος πιθ. από μετρ. αν.· πβ. όμως ιδιωμ. ‑ίο. Το ουδ. ως ουσ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες