Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νήπιο το [nípio] Ο40 : α.παιδί ανάμεσα στη βρεφική και στη σχολική ηλικία, δηλαδή από δύο έως πέντε ετών περίπου. || παιδί που φοιτά σε νηπιαγωγείο. β. (πληθ.) βαθμίδα της προσχολικής εκπαίδευσης· (πρβ. προνήπια): Πηγαίνει στα νήπια. || (γενικότ.) το νηπιαγωγείο: Στα νήπια παίζουν όλη μέρα.
[λόγ. < αρχ. νήπιον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νηπιοβαπτισμός ο [nipiovaptizmós] Ο17 : (εκκλ.) το βάφτισμα σε βρεφι κή ή σε νηπιακή ηλικία.
[λόγ. νήπι(ον) -ο- + ελνστ. βαπτισμός `βάφτισμα΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νηπιοκόμος η [nipiokómos] Ο35 αρσ. νηπιοκόμος [nipiokómos] Ο18 : αυτή που εκπαιδεύτηκε για να επιβλέπει και να φροντίζει νήπια: Σχολή νηπιοκόμων.
[λόγ. νήπι(ον) -ο- + -κόμος κατά το νοσοκόμος (θηλ.)· λόγ. αρσ. < θηλ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- νήπιος, επίθ.· νηπίος· ουδ. νήπιο το· νήφιο.
-
- 1) Που βρίσκεται στη βρεφική ηλικία:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Χορ. δ́ [3]).
- 2) Ανήλικος:
- τον υιόν νήπιον όντα … ανηγόρευσαν πρώτον αυθέντην (Ιστ. πολιτ. 526).
- 3) (Μεταφ.) ανόητος, ασύνετος:
- (Ροδινός 126).
- Το ουδ. ως ουσ. =
- α) Μικρό παιδί, βρέφος:
- (Χούμνου, Κοσμογ. 2035), (Θρ. Κύπρ. Μ 324)·
- β) (περιληπτ.) το σύνολο των μικρών παιδιών ομάδας, οικογένειας:
- μάζωξε τον λαό, τους άντρες και τις γεναίκες και το νήπιο (Πεντ. Δευτ. XXXI 12· Γέν. XLVII 12).
- α) Μικρό παιδί, βρέφος:
[αρχ. επίθ. νήπιος. Ο τ. ‑ίος πιθ. από μετρ. αν.· πβ. όμως ιδιωμ. ‑ίο. Το ουδ. ως ουσ. και σήμ.]
- 1) Που βρίσκεται στη βρεφική ηλικία: