Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νέφωση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νέφωση η [néfosi] Ο33 : (μετεωρ.) η κάλυψη τμήματος του ουρανού με σύννεφα: Yψηλή / χαμηλή ~. Tο δελτίο της μετεωρολογικής υπηρεσίας προβλέπει καλό καιρό με τοπικές νεφώσεις.

[λόγ. < ελνστ. νέφω(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες