Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νέφος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νέφος το [néfos] Ο46 : 1α.(λόγ.) σύννεφο. β. σύννεφο που δημιουργείται από την ύπαρξη στην ατμόσφαιρα αυξημένης ποσότητας καπνού, διοξειδίου του αζώτου και μονοξειδίου του άνθρακα: Φωτοχημικό ~. ~ καπνού. Tο ~ έχει πνίξει την Aθήνα. || σύννεφοI2: ~ σκόνης. ~ ακρίδων. γ. ~ ηλεκτρονίων / ηλεκτρονικό ~, ο χώρος των αρνητικών φορτίων γύρω από την ηλεκτρονική λυχνία. 2. (μτφ., πληθ.) προμηνύματα κινδύνων· σύννεφαII1: Tις παραμονές του πολέμου τα νέφη είχαν πυκνώσει στον ορίζοντα.

[λόγ. < αρχ. νέφος (1β: σημδ. αγγλ. cloud)]

[Λεξικό Κριαρά]
νέφος το· γνέφος· γεν. γνέφου.
  • 1)
    • α) Σύννεφο:
      • (Πανώρ. Ά 374), (Ερωτόκρ. Δ́ 1006
      • (προκ. για τη νεφέλη με την οποία ο Θεός οδηγούσε τους Εβραίους κατά την Έξοδο ή εμφανιζόταν):
        • (Πεντ. Έξ. XIII 21
        • εφανερώθην ο Κύριος εις τη τέντα με στύλο του γνέφου (Πεντ. Δευτ. XXXI 15
      • φρ.
        • (1) ανεβαίνω μέχρι νεφών = αυξάνομαι υπερβολικά:
          • (Λίβ. Sc. 3167
        • (2) εγγίζω εις τα νέφη = είμαι πανύψηλος:
          • (Λίβ. N 2416), (Αλεξ. 2280
    • β) (μεταφ.):
      • (Γλυκά, Στ. 326
    • γ) (σε μεταφ.):
      • Έρωτα, ας βρέξου σήμερο της χάρης σου τα νέφη (Στάθ. Ά 317).
  • 2) Ατμός:
    • (Καλλίμ. 311).

[αρχ. ουσ. νέφος. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νεφοσκεπής -ής -ές [nefoskepís] Ε10 : (λόγ.) συννεφιασμένος.

[λόγ. νέ φ(ος) -ο- + -σκεπής μτφρδ. γερμ. wolkenbedeckt]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες