Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νέτος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
νέτος, επίθ.
  • 1) Καθαρός· που δεν έχει ελάττωμα:
    • πενήντα τάβλες … να είναι παστρικές νέτες (Τσιρίγ., Επιστ. 170).
  • 2) (Σε σχ. υπαλλαγής προκ. για δουλειά τελειωμένη και σίγουρη, για εξασφαλισμένη αμοιβή):
    • τα ρεάλια έχομέ τα στα χέρια μας τα πιάνομε και είν’ περίσσια νέτα (Ευγέν. 438).
  • 3) (Μεταφ.) ειλικρινής, αληθινός:
    • είδε (ενν. ο Θεός) την επιστροφήν κι ήτον καθάρια, νέτα (Γεωργηλ., Θαν. 360).
  • 4) (Ναυτ.)
    • α) (προκ. για βυθό, ακτή) που δεν έχει ξέρες, σκοπέλους ή άλλα εμπόδια:
      • νερά βαθέα και μη φοβάσαι και είναι νέτα (Πορτολ. B 251
      • (σε απρόσ. έκφρ.· πβ. είμαι Β́5):
        • όπου θέλεις ν’ αράξεις, είναι νέτο (Πορτολ. B 2310
    • β) (συνεκδ. προκ. για νησιά που έχουν γύρω τους θάλασσα χωρίς εμπόδια):
      • (Πορτολ. B 2418
    • γ) (συνεκδ. προκ. για πρόσωπο) που δε συναντά ξέρες ή άλλα εμπόδια (στο ταξίδι του):
      • οπόθεν θέλεις να έμπεις, έμπα νέτος (Πορτολ. B 2331).

[<βεν. neto - ιταλ. netto. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νέτος -η -ο [nétos] Ε3 : 1.(λαϊκ., για πρόσ.) που έχει τελειώσει μια δουλειά, που έχει ξεμπερδέψει μ΄ αυτή: Σε μια ώρα ήμουνα ~ με το καθάρισμα της μηχανής, είχα νετάρει. ΦΡ έμεινα ~ (σκέτος), μου τελείωσαν τα χρήματα ή κάποια προμήθεια. με άφησε νέτο, με άφησε μόνο μου, χωρίς συντροφιά, αντίθετα απ΄ ό,τι είχαμε συμφωνήσει. 2. (οικον.) νέτο, για εμπόρευμα που το βάρος του υπολογίζεται καθαρό, χωρίς τη συσκευασία: Tο φορτίο είναι εκατό κιλά νέτο. νέτα ΕΠIΡΡ συνήθ. στη ΦΡ ~ σκέτα, ξεκάθαρα: Tου τα ΄πα ~ σκέτα, χωρίς περιστροφές.

[βεν. neto (ιταλ. netto)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες