Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νέτα
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
νέτα, επίρρ.
  • 1) Καθαρά·
    • (προκ. για χρηματικό ποσό μετά την αφαίρεση εξόδων, εξόφληση οφειλών, κ.τ.ό.):
      • απομένουν νέτα υπέρπυρα τοέ (Βαρούχ. 11824).
  • 2) Χωρίς εκκρεμότητες, υποχρεώσεις:
    • νέτα είναι τα … χωράφια του άνωθεν άρχων (Βαρούχ. 31110).
  • 3) (Ναυτ.)
    • α) (προκ. για θάλασσα) χωρίς ξέρες ή άλλα εμπόδια:
      • όπου θέλεις … 'ράξε και είναι νέτα (Πορτολ. Β 228
    • β) (συνεκδ.) με ασφάλεια:
      • αν θέλεις να έμπεις μέσα (ενν. στο νησίν) … έμπα νέτα (Πορτολ. Β 2223).

[<επίθ. νέτος. Η λ. και σήμ. στην έκφρ. νέτα-σκέτα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νετάρισμα το [netárizma] Ο49 : 1.(λαϊκ.) η ενέργεια του νετάρω. 2. (φωτογρ.) το καθάρισμα μιας θολής εικόνας.

[νετάρ(ω) -ισμα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νετάρω [netáro] Ρ6α μππ. νεταρισμένος : 1.(λαϊκ.) αποτελειώνω μια δουλειά, τακτοποιώ μια υπόθεση· ξεμπερδεύω: Nετάραμε με το ξεφόρτωμα / με τη δουλειά. || απαλλάσσομαι από μια υποχρέωση: Nετάρισα με το στρατό, ξόφλησα. 2. (λαϊκ.) α. εξαντλώ κτ., μου τελειώνει κτ.: Tα νετάραμε τα λεφτά. β. (μτφ.) συντελώ στην οριστική καταστροφή κάποιου, τον αποτελειώνω: H μορφίνη τον νέταρε / τον νετάρισε. 3. (φωτογρ.) ρυθμίζω το φακό της μηχανής με τέτοιον τρόπο, ώστε να καθαρίσω μια θολή εικόνα.

[βεν. netar (ιταλ. nettare)]

[Λεξικό Κριαρά]
νετάρω.
  • Τελειώνω κ.· τακτοποιώ τις εκκρεμότητες, διατυπώνω οριστικά:
    • (Σεβήρ., Σημειώμ. 21).

[<βεν. netar. Η λ. και σήμ. λαϊκ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες