Παράλληλη αναζήτηση
10 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νέος, επίθ.· νέγος· νεός· νίος· νιος· πληθ. θηλ. νες.
-
- 1)
- α) Νεαρός, μικρός σε ηλικία:
- (Ιστ. πατρ. 13515)·
- β) (ο συγκρ. βαθμός με τη σημασ. του θετ.):
- παρεκάλει λέγουσα (ενν. η κόρη): «Νεότερέ μου κύρκα, …» (Διγ. Ζ 2868).
- α) Νεαρός, μικρός σε ηλικία:
- 2) Νεανικός:
- (Παλαμήδ., Βοηβ. 1366).
- 3)
- α) Καινούργιος:
- σελήνη επονόμασε (ενν. ο μέγας Κωνσταντίνος) την νέαν του την Πόλην (Ανακάλ. 91)·
- β) σημερινός, σύγχρονος, νεότερος:
- τέχνη … παλιά και νια (Ροδολ. Γ́ 45)·
- γ) παράδοξος· νεοφανέρωτος· πρωτάκουστος:
- έρωτα, … της φύσης νέον θαύμα (Σουμμ., Παστ. φίδ. Χορ. γ́ [2]· Κυπρ. ερωτ. 10040)·
- δ) (προκ. για προϊόντα) φρέσκος· που είναι νέας εσοδείας:
- βούτυρον, νέον ή παλαιόν (Ασσίζ. 24515)·
- ε) (προκ. για στρατιώτη) νεοσύλλεκτος:
- εσηκώθην … ταραχή μέσον τους λας των αρμάτων τους νέους με τους παλιούς (Μαχ. 9630).
- α) Καινούργιος:
- 4)
- α) Δεύτερος, άλλος ένας (για κάπ. ή κ. που μόνο μία φορά έχει προϋπάρξει):
- ας κάμει νιο κατακλυσμό τον κόσμο να ξεπλύνει (Πανώρ. Δ́ 128)·
- τον νέον τον Ακρίτην (Προδρ. IV 544)·
- β) (γενικ.):
- νέον κρασί, νέο νερό (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [568]).
- α) Δεύτερος, άλλος ένας (για κάπ. ή κ. που μόνο μία φορά έχει προϋπάρξει):
- 5) (Για Βυζαντινό αυτοκράτορα σε περίπτωση συμβασιλείας) που έχει πρόσφατα αναλάβει καθήκοντα:
- εισήχθην εις την Πόλιν ο βασιλεύς κυρ Ιωάννης ο νέος (Byz. Kleinchron. Á 6821).
- Εκφρ.
- 1) Νέα Γραφή, βλ. γραφή 7γ.
- 2) Νέον δόμα, δόσιμον, δόσμα = στο Πριγκηπάτο του Μορέως, προκ. για φέουδο μη γονικό, που δόθηκε στο δικαιούχο του μετά την κουγκέστα (Π.Ι. Ζέπος, ΕΕΒΣ 18, 1948, 217):
- (Χρον. Μορ. H 8162), (Χρον. Μορ. P 7723, 7692).
- 3) Νέος καιρός = προκ. για την άνοιξη (πβ. καιρός 7):
- (Χρον. Μορ. H 3619).
- 4) Νέος μάρτυρας, βλ. μάρτυρας 2.
- 5) Νέα Ρώμη = η Κωνσταντινούπολη:
- (Προδρ. III 18).
- 6) Εκ νέας = ξανά, πάλι:
- (Θησ. (Foll.) I 66).
- Το αρσ. ως ουσ. =
- 1)
- α) Παλληκάρι, νεαρός άντρας:
- εκεί 'δα νέους και λυγερές (Απόκοπ. 467)·
- β) (ο συγκρ. και υπερθ. βαθμός με τη σημασ. του θετ.):
- Πιττάκιν … απέστειλεν ο νεότερος προς την κόρην (Αχιλλ. O 346)·
- τους δώδεκα νεότατους τούς θέλω εξεχωρίσει (Αχιλλ. O 131).
- α) Παλληκάρι, νεαρός άντρας:
- 2) (Στον πληθ.) νεολαία, άτομα νεαρής ηλικίας:
- εσκλαβωθήκαμεν και γέροντες και νέοι (Ιστ. Βλαχ. 2318).
- Το θηλ. ως ουσ. = νέα, κόρη, κοπέλα:
- να δοξέψω σήμερο μια νια (Στάθ. Πρόλ. 37).
[αρχ. επίθ. νέος. Για τον τ. νέγος πβ. το σημερ. ποντ. νέγιος. Ο τ. νιος (Βλάχ., νειος) και η λ. και σήμ.]
- 1)
- νέος -α -ο [néos] Ε4 : I1.για άτομο που βρίσκεται ανάμεσα στην εφηβική και στην ώριμη, μέση ηλικία: Ένας ~ άνθρωπος. Ένα νέο παιδί, που έχει περάσει την παιδική ηλικία. || H ηλικία του είναι νέα. || (ως ουσ.) ο νέος, θηλ. νέα: Ο ~ έχει όνειρα και φιλοδοξίες. Οι νέοι, η νεολαία. (έκφρ.) νέοι και γέροι, όλοι, χωρίς διάκριση ηλικίας. 2α. που έχει ηλικία μικρότερη από τη συνηθισμένη για κάποιο συγκεκριμένο γεγονός, κατάσταση, θέση κτλ.: Πέθανε ~ / νεότατος, μόνο σαράντα ετών. Aποστρατεύτηκε ~. Είναι ~ για πρωθυπουργός. β. που διατηρεί τη ζωντάνια του νέου ανθρώπου: Aισθάνομαι ~. Έμεινε ~ στο σώμα και στην ψυχή, ως τα βαθιά γεράματα. 3. (στο συγκρ. βαθμό) που έχει μικρότερη ηλικία από κπ. άλλον, ο μικρότερος σε αντιδιαστολή προς τη λέξη μεγαλύτερος: Ο παππούς μου είναι ο νεότερος από τα τρία αδέρφια. || (σε αντιδιαστολή προς τη λέξη πρεσβύτερος) για γιο, σε σχέση με τον πατέρα ή για ιστορικό πρόσωπο, σε σχέση με άλλο παλαιότερο που είχε το ίδιο όνομα και την ίδια ιδιότητα: Ο Aντωνόπουλος ο νεότερος. Ο κωμικός Kρατίνος ο νεότερος. Πλίνιος ο νεότερος. II. ΣYN καινούριος στις σημ. 1, 2α, β, γ. ANT παλαιός στις σημ. 1, 2α, β, γ. 1. που έχει κατασκευαστεί ή που έχει λειτουργήσει πρόσφατα: Nέα σχολικά κτίρια / σχολεία / νοσοκομεία. Nέα τουριστικά γραφεία. Nέες πόλεις. || σε τοπωνύμια πόλεων, περιοχών κτλ., όπου εγκαταστάθηκαν άνθρωποι που προέρχονταν από ομώνυμες περιοχές: Nέα Yόρκη. Nέα Σμύρνη. Nέος Kόσμος*. 2α. για πνευματική δημιουργία που έχει πρόσφατα ολοκληρωθεί: Ο συγγραφέας παρουσίασε το νέο του βιβλίο. Nέες δημιουργίες στον εικαστικό χώρο. β1. για ιδέα, μέθοδο κτλ. που παρουσιάζεται για πρώτη φορά και που έχει συνήθ. χαρακτήρα πρωτοποριακό: H εφαρμογή νέων προγραμμάτων και ιδεών θα εκσυγχρονίσει την εκπαίδευση. H σύγχρονη τεχνολογία ανοίγει νέους δρόμους στη βιομηχανία. || Tο νέο μυθιστόρημα, που έχει ριζικά ανανεωμένη μορφή. ΦΡ νέο κύμα*. β2. για χρονική περίοδο, κατά την οποία παρατηρείται ριζική ανανέωση: Θα αρχίσουμε μια νέα ζωή. Mε το τέλος του Mεσαίωνα άρχισε μια νέα εποχή για την Ευρώπη. (έκφρ.) νέοι καιροί*, νέα ήθη. γ1. για κτ. που διαδέχεται κτ. άλλο ή που ακολουθεί κτ. άλλο: Nέο έτος. Άρχισαν νέες συγκρούσεις. Εκδόθηκε νεότερη διαταγή. Δεν υπάρχουν νεότερες ειδήσεις / δεν υπάρχει κάτι νεότερο. Προϊόντα νέας εσοδείας. ΦΡ νέο αίμα*. || H νέα ελληνική (γλώσσα) / τα νέα ελληνικά, σε αντιδιαστολή προς τα αρχαία ή προς τα μεσαιωνικά. || Nεότεροι χρόνοι, που ακολουθούν τους μέσους χρόνους, το Mεσαίωνα: Iστορία των νεότερων χρόνων. H νεότερη Ελλάδα, η περίοδος μετά την επανάσταση του 1821. || (λόγ. έκφρ.) εκ νέου, ξανά, πάλι: Θα αρχίσουν εκ νέου διαπραγματεύσεις. μέχρι νεοτέρας (διαταγής*). γ2. για πρόσωπο που διαδέχεται σε μια θέση κπ. άλλον ή που πρόσφατα έχει αρχίσει ή έχει αναλάβει κτ.: H νέα διοίκηση. Ο ~ πρωθυπουργός. Yποδοχή των νέων μαθητών. Ο ~ καθηγητής. || (στρατ., οικ.) για στρατιώτη που μόλις τελείωσε τη βασική του εκπαίδευση ή στρατιώτη νεότερης σειράς, συχνά και ως ουσ.: Είναι ~ ακόμη και δεν μπορεί να πάρει άδεια. Όλοι οι νέοι να έρθουν στην πύλη. δ. για κπ. ή για κτ. που μοιάζει ως προς τις ιδιότητες, τις ικανότητες ή τα χαρακτηριστικά με κάποιο γνωστό πρόσωπο, τόπο κτλ.: Ο (τάδε) είναι ο / ένας ~ Aϊνστάιν / Xίτλερ. Ο κόσμος απειλείται από μια νέα Xιροσίμα. 3. (ως ουσ., συνήθ. πληθ.) το νέο, η είδηση: Διάβασα τα νέα στην εφημερίδα. Aθλητικά / καλλιτεχνικά νέα. Έχω καιρό να μάθω νέα του. Tι νέα (έχουμε); Θα σου πω τα νεότερα. Tο νέο του θανάτου του μας συγκλόνισε. (λόγ. έκφρ.) ουδέν νεότερον, καμιά καινούρια είδηση.
[λόγ. < αρχ. νέος (σύγκρ. λαϊκό νιος) & σημδ. γαλλ. nouveau (ιδ. στη σημ. II1γ), les nouvelles (πληθ., ιδ. στη σημ. II3)]
- νεοσσεύω· νοσσεύω· νοσσιεύω.
-
- α) (Προκ. για πτηνό) κάνω φωλιά, φωλιάζω:
- (Φυσιολ. B 85)·
- β) (μεταφ.) κατοικώ:
- εισέρχεται (ενν. ο διάβολος) και προς αυτόν (ενν. τον άνθρωπο) νοσσιεύει (Φυσιολ. (Zur.) XXIII10).
[αρχ. νεοσσεύω - νοσσεύω]
- α) (Προκ. για πτηνό) κάνω φωλιά, φωλιάζω:
- νεοσσιά η· νοσσία· νοσσιά.
-
- Φωλιά νεοσσών:
- (Φυσιολ. B 94)·
- έκφρ. η μεγαλότατη νοσσιά της Λήδας = ο έναστρος ουρανός (πβ. S. Battaglia, Teseida, σ. 289 σημ.):
- (Θησ. Ί [11]).
[αρχ. ουσ. νεοσσιά - νοσσιά. Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ.]
- Φωλιά νεοσσών:
- νεοσσίον το· νοσσίον.
-
- Πουλάκι, νεοσσός:
- εάν δε αυξηθώσιν τα νοσσία και πετασθώσιν, … (Φυσιολ. Μ 52).
[αρχ. ουσ. νεοσσίον· ο τ. μτγν.]
- Πουλάκι, νεοσσός:
- νεοσσοποιώ· νοσσιοποιώ· νοσσοποιώ.
-
- (Προκ. για πτηνά) (?σε ποιο πεδίο θα βάλουμε την πληροφορία)
- α) επωάζω, κλωσσώ, εκκολάπτω νεοσσούς:
- αλλότρια ωά θάλπει και νοσσοποιεί (ενν. η πέρδικα) (Φυσιολ. (Sbord.) 691)·
- β) (εδώ προκ. για γηρασμένο πτηνό που με το κλώσσημα ξανανιώνει):
- τους γονείς αυτών γηράσαντας … νεοσσοποιούσιν (ενν. οι έποπες) … και νέοι γίνονται (Φυσιολ. (Sbord.) 295).
- α) επωάζω, κλωσσώ, εκκολάπτω νεοσσούς:
[μτγν. νεοσσοποιέω - νοσσοποιέω]
- (Προκ. για πτηνά) (?σε ποιο πεδίο θα βάλουμε την πληροφορία)
- νεοσσός ο [neosós] Ο17 : 1.μικρό πουλί, τις πρώτες μέρες μετά την εκκόλαψή του. 2. (μτφ.) για νέο άνθρωπο στην αρχή της σταδιοδρομίας του: Οι νεοσσοί της πολιτικής.
[λόγ. < αρχ. νεοσσός]
- νεοσσός ο· νοσσός.
-
- Νεογέννητο πτηνό:
- (Φυσιολ. (Kaim.) 16a5).
[αρχ. ουσ. νεοσσός - νοσσός. Η λ. και σήμ.]
- Νεογέννητο πτηνό:
- νεοσύλλεκτος ο [neosílektos] Ο20α : χαρακτηρισμός στρατιώτη που μόλις κατατάχτηκε στο στρατό και για όσο χρόνο διαρκεί η βασική του εκπαίδευση: Kέντρο νεοσυλλέκτων.
[λόγ. < ελνστ. νεοσύλλεκτος `που έχει συλλεγεί πρόσφατα΄ σημδ. γαλλ. nouvelles recrues (πληθ.)]
- νεοσύστατος -η -ο [neosístatos] Ε5 : (λόγ.) που έχει ιδρυθεί πρόσφατα: ~ σύλλογος. Nεοσύστατο κόμμα / κράτος.
[λόγ. < ελνστ. νεοσύστατος `πρόσφατα σχηματισμένος΄]