Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νέκρα η [nékra] Ο25α : 1.κατάσταση από την οποία λείπει κάθε μορφή ζωής: ~ απλώνεται σ΄ όλη την έκταση της ερήμου. 2. (μτφ.) α. έλλειψη κάθε δραστηριότητας, απουσία ζωής, κίνησης: Είχαμε ~ τα φετινά Xριστούγεννα στην αγορά. Tις βραδινές ώρες πέφτει ~ σ΄ όλη την πόλη. β. απόλυτη σιωπή: Mόλις ακούστηκε η φοβερή είδηση, έπεσε ~ παντού.
[νεκρ(ός) -α (αναδρ. σχημ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- νεκραναίσθητος, επίθ.
-
- Αναίσθητος, λιπόθυμος (από ένταση συναισθήματος):
- ωσάν την ενεδράνισεν … νεκραναίσθητος εφάνη παραυτίκα (Διγ. Ζ 143).
[<επίθ. νεκρός + αναίσθητος]
- Αναίσθητος, λιπόθυμος (από ένταση συναισθήματος):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νεκρανασταίνω [nekranasténo] -ομαι Ρ αόρ. νεκρανάστησα, απαρέμφ. νεκραναστήσει, παθ. αόρ. νεκραναστήθηκα, απαρέμφ. νεκραναστηθεί, μππ. νεκραναστημένος : 1.(συνήθ. παθ.) ξαναγυρίζω στη ζωή, σηκώνομαι από τον τάφο: Οι Aπόστολοι με δέος είδαν ανάμεσά τους το νεκραναστημένο Xριστό. || (επέκτ.) σώζω κπ. ετοιμοθάνατο. 2. (μτφ.) α. προσπαθώ να ξαναφέρω σε χρήση ένα θεσμό ή μια νοοτροπία που έχει πια εγκαταλειφθεί: Είναι μάταιο να προσπαθούμε να νεκραναστήσουμε παλιούς τρόπους ζωής. β. προσπαθώ να ιδρύσω ξανά κτ. που θεωρείται ότι έχει οριστικά διαλυθεί.
[λόγ.(;) νεκρ(ο)- + ανασταίνω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νεκρανάσταση η [nekranástasi] Ο33 : 1.η επιστροφή ενός νεκρού από το θάνατο στη ζωή: H ~ του Λαζάρου. || (επέκτ.) διάσωση και θεραπεία ενός ετοιμοθάνατου. 2. (μτφ.) α. προσπάθεια επαναφοράς ενός θεσμού ή μιας νοοτροπίας που έχει από καιρό εγκαταλειφθεί: H ~ ενός νόμου / του ρομαντισμού. β. προσπάθεια επανίδρυσης ενός κράτους, μιας οργάνωσης, μιας ένωσης κτλ. που θεωρείται ότι έχει οριστικά διαλυθεί: Οι υπόδουλοι Έλληνες πίστευαν στη ~ της βυζαντινής αυτοκρατορίας.
[λόγ. νεκρ(ο)- + ανάστα(σις) -ση]
[Λεξικό Κριαρά]
- νεκρανάστασις η· νεκρανάσταση.
-
- 1) Ανάσταση νεκρού·
- φρ. κάνω νεκρανάσταση, βλ. κάμνω Φρ. 75.
- 2) (Θρησκ.) η ανάσταση των νεκρών κατά τη Δευτέρα Παρουσία:
- Οπού στον Άδην κατεβεί … μόνον η Νεκρανάστασις μπορεί να τον εγείρει (Απόκοπ. 82).
[<επίθ. νεκρός + ουσ. ανάστασις. Ο τ. και σήμ. Η λ. στον Κουμαν.]
- 1) Ανάσταση νεκρού·
[Λεξικό Κριαρά]
- νεκραναστημένος, μτχ. επίθ.
-
- Που ήταν νεκρός και αναστήθηκε:
- ήλθεν ομπρός στον Κύριον ο νεκραναστημένος (Σκλέντζα, Ποιήμ. 1112).
[μτχ. παρκ. του νεκρανασταίνω (Κουμαν., λ. νεκραναστάς, ΛΚΝ). Η λ. και σήμ.]
- Που ήταν νεκρός και αναστήθηκε: