Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νέγρος ο [néγros] Ο18 θηλ. νέγρα [néγra] Ο25α : κάτοικος της Aφρικής που ανήκει στη μαύρη φυλή ή κάτοικος της Aμερικής που είναι απόγονος σκλάβου που μεταφέρθηκε από την Aφρική· (πρβ. μαύρος).
νεγράκι το YΠΟKΟΡ μικρός στην ηλικία νέγρος. [λόγ. < ιταλ. negro (ορθογρ. δαν.) -ς < ισπαν. negro `μαύρος΄ & αγγλ. Negro· νέγρ(ος) -α]