Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νέαρχος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
νέαρχος ο.
  • Νέος αρχηγός ή αρχηγός νέων:
    • (Δούκ. 1816).

[μτγν. ουσ. νέαρχος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες