Παράλληλη αναζήτηση
16 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- νέα, επίρρ.
-
- Πρόσφατα:
- Το παρόν βιβλίον … ετυπώθη τώρα νέα (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 218r).
[<επίθ. νέος. Η λ. στο Βλάχ.]
- Πρόσφατα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νεάζω [neázo] Ρ2.1α : για άτομο που παριστάνει το νέο, τόσο με τη συμπεριφορά του, όσο και με την εξωτερική του εμφάνιση.
[λόγ. < αρχ. νεάζω (με θετική σημ.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νεανίας ο [neanías] Ο3 : (λόγ.) νεαρό αγόρι, νεαρός.
νεανίσκος ο YΠΟKΟΡ. [λόγ. < αρχ. νεανίας· λόγ. < αρχ. νεανίσκος]
[Λεξικό Κριαρά]
- νεανίας ο.
-
- 1) Νεαρός άνδρας, νέος:
- (Ανακάλ. 115).
- 2) Παλληκάρι, νεαρός πολεμιστής (πβ. άγουρος (II) 2):
- (Δούκ. 2291).
- Η λ. ως κύρ. όν.:
- (Αλεξ. 1049).
[αρχ. ουσ. νεανίας. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- 1) Νεαρός άνδρας, νέος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νεάνιδα η [neániδa] Ο28 : α.(λόγ.) νεαρό κορίτσι. β. (αθλ.) κατηγορία στην οποία κατατάσσεται μια έφηβη αθλήτρια, σύμφωνα με την ηλικία της: Πρωτάθλημα εφήβων και νεανίδων. Aγωνίζεται στην κατηγορία των νεανίδων.
[λόγ. < αρχ. νεᾶνις, αιτ. -ιδα]
[Λεξικό Κριαρά]
- νεανίζω.
-
- (Εδώ) είμαι νέος:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [943]).
[μτγν. νεανίζω. Η λ. και σήμ.]
- (Εδώ) είμαι νέος:
[Λεξικό Κριαρά]
- νεανικός, επίθ.
-
- Το αρσ. ως ουσ. = νεαρό άτομο (εδώ στο συγκρ.):
- των νεοτέρων τας βουλάς και νεανικοτέρων … παραιτού (Σπαν. Μ 144).
[αρχ. επίθ. νεανικός. Η λ. και σήμ.]
- Το αρσ. ως ουσ. = νεαρό άτομο (εδώ στο συγκρ.):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νεανικός -ή -ό [neanikós] Ε1 : 1.που έχει σχέση με ένα νεαρό άτομο, που το χαρακτηρίζει ή που γίνεται από αυτό: Nεανική φρεσκάδα / χάρη. Nεανικά προβλήματα. Nεανικές τρέλες. Nεανικά όνειρα. 2. που αποτελείται από νεαρά άτομα: Nεανική συντροφιά. 3. για κτ. που το χαρακτηρίζει η ζωτικότητα, η ικμάδα του νεαρού ατόμου, ανεξάρτητα από ηλικία: Aγωνίζεται με νεανική ορμή. Έχει νεανική φωνή / νεανικό σώμα. 4. που ταιριάζει σε νεαρό άτομο ή που χρησιμοποιείται από αυτό: Nεανικό ντύσιμο / χτένισμα / δωμάτιο.
νεανικά ΕΠIΡΡ: Nτύνεται πολύ ~ για την ηλικία της. [λόγ. < αρχ. νεανικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νεανικότητα η [neanikótita] Ο28 : ό,τι χαρακτηρίζει τη νεαρή ηλικία από την άποψη της ζωτικότητας, της ικμάδας: Διατηρεί τη ~ του προσώπου της / της ψυχής της.
[λόγ. < ελνστ. νεανικότης, αιτ. -ητα]
[Λεξικό Κριαρά]
- νεάνις η· γεν. εν. νεάνις, (Ασσίζ. 9717)· αιτιατ. εν. νεάνιν, (Φλώρ. 203).
-
- Νεαρό κορίτσι:
- (Ασσίζ. 9730).
[αρχ. ουσ. νεάνις. Τ. ‑ιδα σήμ. λόγ. (ΛΚΝ)]
- Νεαρό κορίτσι: