Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νάρδος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
νάρδος ο.
  • 1) Το αρωματικό φυτό ναρδόσταχυς (ο μεγανθής ή άλλο είδος):
    • η μυρωδιά … του νάρδου, αυτού του μικρού χορταριού της ταπεινώσεως (Ροδινός 116).
  • 2) Αιθέριο έλαιο από το νάρδο, και με φαρμακευτική χρήση:
    • χρίε τούτον … τῳ νάρδῳ … και ιαθήσεται (Ιερακοσ. 38416).

[μτγν. ουσ. νάρδος η με αλλαγή γένους. Η λ. στο Somav.]

[Λεξικό Κριαρά]
ναρδόσταχυς ο.
  • Νάρδος (βλ. ά. 1):
    • (Ιερακοσ. 45724).

[μτγν. ουσ. ναρδόσταχυς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες