Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νάπα η [nápa] Ο25 : είδος μαλακού δέρματος: Tσάντα / γάντια από ~.
[γαλλ. napp(e) -α]
[Λεξικό Κριαρά]
- νάπα η.
-
- Δασώδης, ένυδρη περιοχή, κοιλάδα·
- (εδώ μεταφ.) ονομασία της Παναγίας:
- αγία Νάπα η γλυκιά και η Φανερωμένη (Θρ. Κύπρ. 894).
- (εδώ μεταφ.) ονομασία της Παναγίας:
- Η λ. σε τοπων.:
- Αγία Νάπα (Μαχ. 15416· Βουστρ. Β 7712).
[αρχ. ουσ. νάπη. Η λ. στον Ησύχ. και σήμ. ιδιωμ. και ως τοπων.]
- Δασώδης, ένυδρη περιοχή, κοιλάδα·
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ναπάλμ [napálm] Ε (άκλ.) : 1.Bόμβα ~, τύπος εμπρηστικής βόμβας που, όταν εκραγεί, προκαλεί πυρκαγιά. || (ως ουσ.) η ναπάλμ, η βόμβα ναπάλμ: Οι ~ χρησιμοποιήθηκαν πολύ στον πόλεμο του Bιετνάμ. 2. Mείγμα ~, εύφλεκτο υλικό με εκρηκτικές ιδιότητες που χρησιμοποιείται για την κατασκευή φλογοβόλων και εμπρηστικών βομβών.
[λόγ. < αγγλ. napalm κατά το τονικό σχ. των δανείων από τα γαλλ. ή μέσω του γαλλ. napalm]