Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νάνι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νάνι το [náni] Ο (άκλ.) : (παιδ.) ύπνος, συνήθ. στην έκφραση κάνω ~, κοιμάμαι: Tο παιδί θα κάνει ~. || ~ ~, αρχή ή τέλος σε νανούρισμα. νανάκια τα YΠΟKΟΡ: Πάμε για ~.

[λ. νηπιακή]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νανισμός ο [nanizmós] Ο17 : (ιατρ.) παθολογική κατάσταση καθυστερημένης ή ελλιπούς ανάπτυξης του ανθρώπινου σώματος ή τμημάτων του. ANT γιγαντισμός.

[λόγ. < γαλλ. nanisme < λατ. nan(us) < αρχ. νᾶν(ος) -isme = -ισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες