Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νάμα το [náma] Ο48 : 1.καθαρό νερό πηγής συνήθ. στις ΦΡ νάματα σοφίας / παιδείας / αρετής κτλ., αληθινά διδάγματα σοφίας, παιδείας, αρετής κτλ. 2. (εκκλ.) κόκκινο και γλυκό κρασί που χρησιμοποιείται κατά το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.
[λόγ.: 1: αρχ. νᾶμα `τρεχούμενο νερό΄· 2: μσν. σημ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- νάμα το· νάμαν.
-
- 1) Νερό που ρέει·
- (εδώ ποταμού):
- (Βίος Αλ. 2988).
- (εδώ ποταμού):
- 2) (Εκκλ.) το κρασί που χρησιμοποιείται στη Θεία Ευχαριστία:
- ελάδιν … και προσφορά και νάμαν (Προδρ. II 42-6 χφ H κριτ. υπ).
[αρχ. ουσ. νάμα. Ο τ. και σήμ. κυπρ. και ποντ. Η λ. και σήμ., καθώς και λαϊκ. τ. άναμα και ανάμα]
- 1) Νερό που ρέει·
[Λεξικό Κριαρά]
- ναματίζω· αναματίζω, (Κρασοπ. I 151).
-
- Δίνω σε κάπ. τη θεία μετάληψη, κοινωνώ·
- (εδώ σε χαριτολογία):
- ψυχορραγώ … και καν να μ’ εναμάτιζαν κανένα πιθαράκι (Κρασοπ. AO 45).
- (εδώ σε χαριτολογία):
[<ουσ. νάμα + κατάλ. ‑ίζω. Η λ. τον 9. αι.]
- Δίνω σε κάπ. τη θεία μετάληψη, κοινωνώ·