Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μύωπας ο [míopas] Ο5 : αυτός που πάσχει από μυωπία, που βλέπει καθαρά μόνο τα αντικείμενα τα οποία βρίσκονται κοντά.
[λόγ. < αρχ. μύωψ, αιτ. μύωπα `που μισοκλείνει τα μάτια για να δει, μύωπας΄]