Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μύωμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μύωμα το [míoma] Ο49 : (ιατρ.) καλοήθης όγκος των μυών.

[λόγ. < γαλλ. myome < my(o)- = μυ(ο)- 1 -ome = -ωμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες