Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μύχιος -α -ο [míxos] Ε4 : που βρίσκεται ή που προέρχεται από το βάθος της ανθρώπινης συνείδησης· ενδόμυχος: Ένας ~ πόθος. Mύχια σκέψη / επιθυμία / ευχή. || (ως ουσ.) τα μύχια: Mια ευχή βγαλμένη από τα μύχια της ψυχής.
[λόγ. < αρχ. μύχιος `που βρίσκεται στο πιο εσωτερικό μέρος΄ σημδ. γαλλ. intime (σύγκρ. ενδόμυχος)]