Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μύστης
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μύστης ο [místis] Ο10 : 1. αυτός που μυήθηκε σε θρησκευτική διδασκαλία ή τελετή προσιτή σε λίγους: Mυστηριακή τελετή που μόνο οι μύστες μπορούσαν να την παρακολουθήσουν. || (λόγ. επέκτ.) μυημένος σε οτιδήποτε άλλο. 2. δημιουργός θρησκείας ή θρησκευτικής θεωρίας: Οι μεγάλοι μύστες της αρχαιότητας / του Mεσαίωνα. || (λόγ., επέκτ.) βαθύς γνώστης ιδίως ορισμένης επιστήμης ή τέχνης.

[λόγ. < αρχ. μύστης]

[Λεξικό Κριαρά]
μύστης ο.
  • 1) Αυτός που είναι μυημένος, κατηχημένος· (μεταφ.) οπαδός, μαθητής:
    • μύστης του Χριστού (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 362v).
  • 2) Έμπιστο πρόσωπο, μυστικοσύμβουλος:
    • του ρήγα μύστης (Αργυρ., Βάρν. K 361).

[αρχ. ουσ. μύστης. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες