Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μύρτο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μύρτο το [mírto] Ο39 : 1α. η μυρτιά. β. κλαδί, φύλλα, άνθη ή καρπός μυρτιάς. 2. (ανατ., πληθ.) τμήματα του παρθενικού υμένα που παραμένουν μετά τη ρήξη του.

[1: αρχ. μύρτον· 2: λόγ. < αρχ. μύρτον]

[Λεξικό Κριαρά]
μυρτοκουμαροφάγος, επίθ.
  • Που τρώει καρπούς μυρτιάς και κουμαριάς:
    • μυρτοκουμαροφάγα (ενν. άρκε) (Διήγ. παιδ. 847).

[<ουσ. μύρτον + κούμαρον + ‑φάγος]

[Λεξικό Κριαρά]
μύρτος το.
  • Αρρώστια των φυτών, η χάλαζα:
    • εγίνην μεγάλη πείνα εις την Κύπρον, διότι εγίνην μέγαν μύρτος (Βουστρ. 13810).

[<ουσ. μύρτον με μεταπλ. Η. λ. και σήμ. κυπρ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες