Παράλληλη αναζήτηση
18 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μύρο το [míro] Ο39 : 1. γενική ονομασία αρωμάτων συνήθ. με ελαιώδη σύσταση: Άλειψαν με μύρα το σώμα του Xριστού. Tο (Άγιο) Mύρο, που χρησιμοποιείται από την εκκλησία ιδίως στο μυστήριο του χρίσματος. 2. (λογοτ.) πολύ ευχάριστη οσμή.
[αρχ. μύρον]
[Λεξικό Κριαρά]
- μύρο το,
- βλ. μύρον.
[Λεξικό Κριαρά]
- μυροβάλανος η.
-
- Είδος αρωματικού καρύου, ο καρπός του φυτού βαλανίτης ο αιγυπτιακός·
- (εδώ συνεκδ. για το φυτό):
- δένδρα έχοντα … καρπόν ως της μυροβαλάνου, της ούσης προς την Αίγυπτον (Βίος Αλ. 4929).
- (εδώ συνεκδ. για το φυτό):
[μτγν. ουσ. μυροβάλανος]
- Είδος αρωματικού καρύου, ο καρπός του φυτού βαλανίτης ο αιγυπτιακός·
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- Mυροβλύτης ο [mirovlítis] Ο10 : για άγιο που τα λείψανά του αναβλύζουν ευωδιά: Άγιος Δημήτριος ο ~.
[μσν. μυροβλύτης < μύρ(ον) -ο- + ελνστ. ρ. βλύ(ζω) `αναβρύζω΄ -της]
[Λεξικό Κριαρά]
- μυροβλύτης ο.
-
(Προκ. για άγιο) αυτός που αναβλύζει μύρο και σκορπά γύρω του ευωδιά:
- Δημήτριος … ο μυροβλύτης του Χριστού (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1924).
[<ουσ. μύρον + βλύζω. Η λ. τον 6. αι. και σήμ.]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μυροβόλος -α -ο [mirovólos] Ε4 : (λογοτ.) ευωδιαστός: Ο ~ αέρας του βουνού. H μυροβόλα άνοιξη.
[λόγ. μύρ(ον) -ο- + -βόλος]
[Λεξικό Κριαρά]
- μυροβρύτης ο.
-
- (Προκ. για άγιο) μυροβλύτης:
- (Κρασοπ. AO 84).
[<ουσ. μυροβλύτης με επίδρ. του αρχ. βρύω]
- (Προκ. για άγιο) μυροβλύτης:
[Λεξικό Κριαρά]
- μυροδοτώ.
-
- Κάνω κάπ. ή κ. να αναδίδει ευωδία, να μοσχοβολά:
- τα ρόδα τα τερπνά μυροδοτούν τον κόσμον (Φλώρ. 1356).
[<ουσ. μύρον + ‑δοτώ. Η λ. τον 8.-9. αι.]
- Κάνω κάπ. ή κ. να αναδίδει ευωδία, να μοσχοβολά:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μυροδοχείο το [miroδoxío] Ο39 : εκκλησιαστικό σκεύος μέσα στο οποίο φυλάγεται το Άγιο Mύρο.
[λόγ. μύρ(ον) -ο- + δοχείον]
[Λεξικό Κριαρά]
- μυροθήκη η.
-
- Δοχείο, θήκη μύρου:
- (Παϊσ., Ιστ. Σινά 2136).
[<ουσ. μύρον + θήκη. Η λ. τον 5. αι.]
- Δοχείο, θήκη μύρου: