Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μύξα η [míksa] Ο25α : (οικ.) 1α. γλοιώδης ουσία που βγαίνει από τη μύτη· (πρβ. βλέννα): Tρέχουν μύξες από τη μύτη του. Έβγαλε το μαντίλι του για να σκουπίσει τις μύξες. ΦΡ μύξες και σάλια, ανοησίες. β. για άλλες βλεννώδεις ουσίες και ιδίως εκείνη που βγάζουν οι μπάμιες. 2. μειωτικός χαρακτηρισμός για πρόσωπο: Mιλάει τώρα κι αυτή η ~!
[αρχ. μύξα]
[Λεξικό Κριαρά]
- μύξα η.
-
- Βλέννα, μύξα:
- (Ιερακοσ. 42224), (Ιστ. Βλαχ. 1144)·
- (σε παροιμ. φρ.):
- εγώ από του φόβου μου να μη με θανατώσει, οι μύξες νεύρα εγίνονταν, ωσάν το λέγει ο μύθος (Συναξ. γαδ. 242).
[αρχ. ουσ. μύξα. Η λ. και σήμ.]
- Βλέννα, μύξα: