Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μύλος ο [mílos] Ο18 : 1. μηχάνημα που χρησιμοποιείται για το άλεσμα των σιτηρών: Πήγε το σιτάρι στο μύλο. Φέρνει το αλεύρι από το μύλο. ~ που κινείται με τον αέρα, ανεμόμυλος. ~ που κινείται με νερό, νερόμυλος. H φτερωτή του μύλου. ΦΡ γίνεται ~, επικρατεί μεγάλη ακαταστασία. κουβαλώ* νερό στο μύλο κάποιου. ο καλός ο ~ όλα τα αλέθει*. α. το κτίριο στο οποίο στεγάζεται ο μύλος: Xτίζω μύλο. H στέγη του μύλου. β. (πληθ.) μηχανοκίνητος μύλος υπό μορφή σύγχρονης βιομηχανικής εγκατάστασης. 2α. ονομασία συσκευών, συνήθ. χειροκίνητων, που χρησιμοποιούνται για κόψιμο ή για πολτοποίηση υλικών, ιδίως τροφών: Ο ~ του καφέ. ~ για το πιπέρι / για τα φρούτα / για τα λαχανικά. β. για συσκευές που η λειτουργία τους θυμίζει μύλο: Ο ~ του πιστολιού, περιστρεφόμενη θαλάμη για πολλές σφαίρες. || το φουρφούρι.
[ελνστ. μύλος ὁ (αρχ. μύλη ἡ) `μυλόπετρα, μύλος΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- μύλος ο.
-
- 1)
-
- α1) Μηχανή που αλέθει κόκκους, κυρίως σιταριού, και αποτελείται από δύο λίθινους κυλίνδρους, μύλος:
- ολοστρόγγυλος (ενν. ο βασιλίσκος) σαν μύλος που αλέθει (Φυσιολ. (Legr.) 158)·
- α2) (ειδικ.) η κάτω μυλόπετρα:
- να μη σημαδέψει μύλον και απανωμύλι (Πεντ. Δευτ. XXIV 6)·
- α1) Μηχανή που αλέθει κόκκους, κυρίως σιταριού, και αποτελείται από δύο λίθινους κυλίνδρους, μύλος:
- β) το κτήριο όπου στεγάζεται και λειτουργεί ο μύλος· μύλος:
- (Προσκυν. Ιβ. 535 210857).
-
- 3) (Πιθ.) μηχάνημα άντλησης και μεταφοράς νερού:
- Στη μέσην του περιβολιού είχε νερά με μύλο, απάνου ήτον το λουτρόν (Δεφ., Σωσ. 53).
- Η λ. στον εν. και πληθ. ως τοπων.:
- (Σπανός A 465), (Μαχ. 10434), (Πορτολ. A 20026).
[αρχ. ουσ. μύλος. Η λ. και σήμ.]
- 1)