Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μύλη η [míli] Ο30α : (λόγ.) ονομασία αντικειμένων με κυλινδρικό σχήμα. 1. (τεχνολ.) τροχός ειδικός για ακόνισμα, λείανση ή κόψιμο. 2. (ανατ.) το τμήμα του δοντιού που βρίσκεται έξω από τα ούλα.
[λόγ.: 1: αρχ. μύλη `μύλος, μυλόπετρα΄ σημδ. γαλλ. meule· 2: ελνστ. σημ.: `τραπεζίτης΄]