Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μύγδαλο το [míγδalo] Ο41 : (προφ.) το αμύγδαλο.
[< αμύγδαλο με αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [ena-am > enam > ena-m] ]
[Λεξικό Κριαρά]
- μύγδαλο(ν) το,
- βλ. αμύγδαλο(ν).